{das} Finish (fachspr.) Subst.(0) |
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
φινιστρίνι |
φίνις το [fínis] Ο (άκλ.) : (αθλ.) η τελευταία, η αποφασιστική φάση ενός αγωνίσματος ταχύτητας λίγο πριν από τον τερματισμό, κατά την οποία οι αγωνιζόμενοι εντείνουν τις προσπάθειες, τους ρυθμούς τους: Έκοψε το νήμα με ένα εκπληκτικό φίνις. Ο αθλητής έχει πολύ καλό φίνις, διαθέτει πολλές δυνάμεις, είναι γρήγορος στην τελική προσπάθεια. || η γραμμή τερματισμού σε αγώνες δρόμου, το νήμα. || (επέκτ.) η τελική, η αποφασιστική φάση μιας προσπάθειας, μιας ενέργειας: Tις νίκησε όλες στο φίνις και πήρε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό ομορφιάς.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.