Griechisch | Deutsch |
---|---|
Από τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν είναι επίσης γνωστό ότι ο τυπογραφικός κλάδος υποφέρει από τη διαρθρωτική υπερβολική παραγωγική ικανότητα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση του κλάδου. | Aus den vorgelegten Informationen geht ebenfalls hervor, dass die Druckindustrie aufgrund struktureller Überkapazitäten bereits unter Druck stehe, was zu einer kontinuierlichen Umstrukturierung des Wirtschaftszweigs führe. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
typografisch |
drucktechnisch |
typographisch |
τυπογραφικός -ή -ό [tipoγrafikós] : που έχει σχέση με την τυπογραφία ή που χρησιμεύει σε αυτή: H τυπογραφική τέχνη. Tυπογραφικές εργασίες. Tυπογραφικό δοκίμιο / λάθος. Tυπογραφικό χαρτί / μελάνι / πιεστήριο. Tυπογραφικά στοιχεία, γράμματα, ψηφία ή σύμβολα με τα οποία συνθέτουν ένα κείμενο που πρόκειται να τυπωθεί. Tυπογραφικές μέθοδοι, μονοτυπία, λινοτυπία, στερεοτυπία κτλ. Tυπογραφικό φύλλο. || (ως ουσ.) το τυπογραφικό, εκτυπωμένο φύλλο χαρτιού και από τις δύο όψεις, σε τυποποιημένο μέγεθος, που περιλαμβάνει συνήθ. δεκαέξι σελίδες· (πρβ. δεκαεξασέλιδο).
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.