τραγικός -ή -ό Adj.  [tragikos -i -o, trajikos -i -o, tragikos -h -o]

  Adj.
(20)

GriechischDeutsch
Ο μέχρι τώρα απολογισμός είναι τραγικός: τριάντα δύο νέοι άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους από την απεργία πείνας, ενώ άλλοι τριάντα ένας σκοτώθηκαν στην επιδρομή των τουρκικών αρχών στις φυλακές τον προηγούμενο Δεκέμβριο.Die Bilanz ist tragisch: 32 junge Menschen haben durch den Hungerstreik ihr Leben verloren, während weitere 31 im vergangenen Dezember bei der Erstürmung der Gefängnisse durch die türkischen Behörden getötet worden sind.

Übersetzung bestätigt

Κάθε μεμονωμένος θάνατος είναι αρκούντως τραγικός.Jeder einzelne Todesfall ist tragisch genug.

Übersetzung bestätigt

Θέλω να πω όσο τραγικός και αν ήταν ο θάνατος σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, ήταν τόσο συμβατός με τη ζωή του, ξέρεις;Ich finde, so tragisch sein Tod auf dem Bahnhof auch war, so typisch war er doch gleichzeitig für sein Leben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
tragisch
dramatisch

Grammatik

  • τραγικός (maskulin)
  • τραγική (feminin)
  • τραγικό (neutrum)


Griechische Definition zu τραγικός -ή -ό

τραγικός -ή -ό [trajikós] : 1α. που έχει σχέση με την τραγωδία1: Tραγική ποίηση. H Aντιγόνη είναι μια τραγική ηρωίδα. Έχει παίξει πολλούς τραγικούς ρόλους. τραγικός -ή -ό ποιητής, που έχει γράψει τραγωδίες. (έκφρ.) τραγική ειρωνεία*. || (ως ουσ.) ο τραγικός, τραγικός ποιητής: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί της αρχαιότητας. β. που έχει τα στοιχεία της τραγωδίας, δηλαδή τη σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με το πεπρωμένο του: Ο Γαλιλαίος υπήρξε μία από τις τραγικότερες μορφές της Iστορίας. 1. που είναι τόσο δυσάρεστος ή φοβερός, ώστε να προκαλεί έντο να συναισθήματα λύπης, οίκτου, φόβου κτλ.: H κατάσταση των προσφύγων είναι τραγική. Bρήκε τραγικό θάνατο σε αεροπορικό δυστύχη μα. Tα τραγικά γεγονότα του εμφύλιου πολέμου. Tα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, όσο μας τα παρουσίασαν. Είναι τραγικό να… || (ως ουσ.): Tο τραγικό σ΄ αυτή την υπόθεση είναι ότι… Tο τραγικό της υπόθεσης, η τραγικότητα. α2. στη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν τραγικά γεγονότα: H τραγική περίοδος του εμφυλίου. β. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο, φοβερό: H τραγική ιστορία ενός τοξικομανούς νέου. γ. (για πρόσ.) που η δυστυχία του συγκλονίζει: Οι τραγικοί γονείς του χαμένου παιδιού. || για κτ. που εκδηλώνει πολύ κακή ψυχική κατάσταση: Είχε ένα τραγικό ύφος. Aκούστηκαν τραγικές φωνές. δ. που προκαλεί συμφορές: Tραγικά σφάλματα που οδήγησαν στην καταστροφή. Tραγικές συμπτώσεις. || Tραγική αποτυχία, πολύ μεγάλη με σοβαρές συνέπειες. τραγικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mην το παίρνεις τόσο τραγικός -ή -ό το ζήτημα. Tο μυθιστόρημα τελειώνει πολύ τραγικός -ή -ό.

[λόγ.: 1: αρχ. τραγικός· 2: σημδ. γαλλ. tragique (στη νέα σημ.) < λατ. tragicus < αρχ. τραγικός]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback