τηλεγράφημα τηλεγραφώ + -μα ((Lehnübersetzung) französisch télégramme)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ηλεκτρονικές επικοινωνίες (τηλεγραφήματα, φαξ, τέλεξ) | Elektronische Kommunikation (Telegramme, Faxe, Fernschreiben) Übersetzung bestätigt |
Στην περίπτωση αυτή, οι ενδιαφερόμενοι συμμετέχουν στο διαγωνισμό είτε καταθέτοντας γραπτή προσφορά έναντι αποδείξεως παραλαβής στον αρμόδιο οργανισμό παρέμβασης που αναφέρεται στην προκήρυξη, είτε απευθύνοντας στην εν λόγω υπηρεσία συστημένη επιστολή, τέλεξ, τέλεφαξ ή τηλεγράφημα. | In diesem Fall beteiligen sich die Interessenten an der Ausschreibung entweder durch Hinterlegung des schriftlichen Angebots bei der in der Ausschreibungsbekanntmachung angegebenen zuständigen Stelle gegen Empfangsbestätigung oder durch eingeschriebenen Brief, durch fernschriftliche Übermittlung oder durch Telegramm. Übersetzung bestätigt |
με συστημένη επιστολή ή τηλεγράφημα, με παραλήπτη τον εν λόγω οργανισμό· | durch eingeschriebenen Brief oder Telegramm an die genannte Stelle oder Übersetzung bestätigt |
με συστημένη επιστολή ή τηλεγράφημα με παραλήπτη τον εν λόγω οργανισμό· | durch eingeschriebenen Brief oder Telegramm an die genannte Stelle oder Übersetzung bestätigt |
Τα μέρη διαβιβάζουν κάθε αίτηση για σύγκληση ομάδας εμπειρογνωμόνων ή κάθε ανακοίνωση, γραπτή παρατήρηση ή άλλο έγγραφο που παραδίδεται με την έκδοση απόδειξης, με συστημένη επιστολή, με υπηρεσίες ταχείας αποστολής, με φαξ, τέλεξ, τηλεγράφημα ή άλλο τρόπο τηλεπικοινωνίας που παρέχει τεκμήριο της αποστολής. | Die Vertragsparteien stellen Ersuchen, Mitteilungen, Schriftsätze oder sonstige Unterlagen gegen Empfangsbestätigung, per Einschreiben, Kurierdienst, Telefax, Telex oder Telegramm oder mithilfe eines sonstigen Telekommunikationsmittels zu, bei dem sich die Versendung belegen lässt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Telex |
Fernschreiben |
telegrafische Depesche |
Telegramm |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Telegramm | die Telegramme |
Genitiv | des Telegramms | der Telegramme |
Dativ | dem Telegramm | den Telegrammen |
Akkusativ | das Telegramm | die Telegramme |
τηλεγράφημα το [tileγráfima] : 1α. σύντομο κείμενο, συνήθ. χωρίς άρθρα και προθέσεις, που περιέχει ένα μήνυμα και διαβιβάζεται με το ραδιοτηλέγραφο ή με το τηλέφωνο από τις υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών: Kαταθέτω / στέλνω / λαβαίνω / παίρνω ένα τηλεγράφημα. Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα, που τα καταθέτουν από το τηλέφωνο. τηλεγράφημα με απάντηση πληρωμένη. τηλεγράφημα ειδησεογραφικού πρακτορείου. Ευχετήριο / συγχαρητήριο / συλλυπητήριο τηλεγράφημα. β. σε σχήμα υπερβολής, για ένα πολύ σύντομο κείμενο, συνήθ. για γράμμα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.