τεστ englisch test παλαιά γαλλικά test lateinisch testum testa indoeuropäisch (Wurzel) *teḱs (είμαι ξυλουργός)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στο ISO 8692 — Ποιότητα νερού — Δοκιμή αναστολής ανάπτυξης φυκιών γλυκού νερού με Scenedesmus subspicatus και Selenastrum capricornutum αναφέρονται τα ακόλουθα αποτελέσματα για ένα διεργαστηριακό τεστ μεταξύ 16 εργαστηρίων με διχρωμικό κάλιο. | Der ISO-Standard 8692 (Water quality — Fresh water algal growth inhibition test with Scenedesmus subspicatus und Selenastrum capricornutum) gibt folgende Ergebnisse aus einem von 16 Labors durchgeführten Test mit Kaliumdichromat an: Übersetzung bestätigt |
πρακτική δοκιμασία (τεστ) κατά την οποία ο αιτούμενος οφείλει να εκτελέσει την αντίστοιχη εργασία, με τη βοήθεια του αναγκαίου υλικού και των αναγκαίων εργαλείων και εξοπλισμού, όπως ορίζεται στη σχετική με την κατηγορία στήλη που φέρει το γράμμα (P). | einen praktischen Test, bei dem der Antragsteller die Prüfungsaufgabe mit Hilfe der relevanten Materialien, Werkzeuge und Geräte erledigt, in der Spalte „Art des Tests“ mit „P“ ausgewiesen. Übersetzung bestätigt |
θεωρητική δοκιμασία (τεστ) που περιλαμβάνει μια ή περισσότερες ερωτήσεις οι οποίες προορίζονται για την αξιολόγηση των δεξιοτήτων ή γνώσεων, όπως ορίζεται στη σχετική με την κατηγορία στήλη που φέρει το γράμμα (Τ)· | einen theoretischen Test mit einer oder mehreren Fragen, die die fachlichen Kenntnisse oder Fertigkeiten betreffen, in der Spalte „Art des Tests“ mit „T“ ausgewiesen; Übersetzung bestätigt |
φυσιολογική αντίληψη των χρωμάτων: χρήση αναγνωρισμένου τεστ, όπως το Ishihara, συμπληρουμένου από άλλο αναγνωρισμένο τεστ εφόσον απαιτείται, | normale Farbwahrnehmung: Verwendung eines anerkannten Tests wie des Ishihara-Tests, erforderlichenfalls ergänzt durch einen anderen anerkannten Test; Übersetzung bestätigt |
Αριθμός κρατών μελών που χρησιμοποιούν το τεστ ΜΜΕ | Anzahl der Mitgliedstaaten, die den KMU-Test durchführen Übersetzung bestätigt |
τεστ το [tést] Ο (άκλ.) : δοκιμασία, εξέταση, με σκοπό την εξαγωγή συμπε ρασμάτων. α. (ψυχ.) μέθοδος που στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και που χρησιμοποιείται για τη διακρίβωση των νοητικών ικανοτήτων και των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου: τεστ ευφυίας / προσωπικότητας. Περνώ κπ. από τεστ. Aτομικό / ομαδικό τεστ. β. σύντομη σχολική εξέταση: Σήμερα γράψαμε τεστ στα μαθηματικά. γ. (ιατρ.) εργαστηριακή εξέταση για την ανεύρεση στοιχείων που βοηθούν στη διάγνωση: Tο τεστ για φυματίωση / για εγκυμοσύνη είναι θετικό / αρνητικό. τεστ Παπανικολάου ή Παπ τεστ. δ. (τεχν.) έλεγχος της καλής λειτουργίας μιας μηχανής: Tο αυτοκίνητο πέρασε με επιτυχία όλα τα τεστ αντοχής.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.