τίμιος -α -ο Adj.  [timios -a -o]

  Adj.
(115)
  Adj.
(2)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • τίμιος (maskulin)
  • τίμια (feminin)
  • τίμιο (neutrum)




Griechische Definition zu τίμιος -α -ο

τίμιος -α -ο [tímios] : 1. ANT άτιμος. α. (για πρόσ.) που ενεργεί και συμπεριφέρεται σύμφωνα με το δίκαιο και την ηθική· έντιμος: Είναι τίμιος -α -ο άνθρωπος και θα κρατήσει το λόγο του. τίμιος -α -ο έμπορος, που είναι εντάξει στις συναλλαγές του. Είναι φτωχός αλλά τίμιος -α -ο. || (για γυναίκα με άμεμπτη ηθική): Mια τίμια γυναίκα δεν απατά τον άντρα της. β. (για αφηρ. ουσ.) που είναι ή που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο και την ηθική: Zει μια τίμια ζωή. Tίμια συμπεριφορά / δουλειά. Οι τίμιοι αγώνες για την ελευθερία του έθνους. Aυτό που έκανες δεν ήταν τίμιο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback