{η}  τέχνη Subst.  [techni, texnh]

{die}    Subst.
(3062)
(3062)

Etymologie zu τέχνη

τέχνη altgriechisch τέχνη


GriechischDeutsch
τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία καιKunst, Unterhaltung und Erholung und

Übersetzung bestätigt

Ανθρωπιστικές σπουδές, γλώσσες και καλές τέχνες [1]Geisteswissenschaften, Sprachen und Kunst [1]

Übersetzung bestätigt

Ανθρωπιστικές σπουδές, γλώσσες και καλές τέχνεςGeisteswissenschaften, Sprachen und Kunst

Übersetzung bestätigt

διασυνδέσεις με οργανώσεις και τομείς που συνήθως δεν ασχολούνται με προβλήματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (π.χ. αθλητισμός, τέχνες), συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ζωντανών μαρτυριών και «πρεσβευτών καλής θέλησης»,enge Kontakte zu Organisationen und Sektoren, die sich normalerweise nicht mit Fragen der Armut oder der sozialen Ausgrenzung befassen (z. B. Sport, Kunst), u. a. durch Einsatz von persönlichen Erfahrungsberichten und „Botschaftern“;

Übersetzung bestätigt

Υποστηρικτικές δραστηριότητες για τις τέχνες του θεάματοςErbringung von Dienstleistungen für die darstellende Kunst

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu τέχνη

τέχνη η [téxni] : ανθρώπινη δραστηριότητα που στηρίζεται σε ορισμένες γνώσεις και εμπειρίες και που έχει ως σκοπό τη δημιουργία ενός πνευματικού ή τεχνικού έργου. 1α. δημιουργία έργων που εκφράζουν το αισθητικά καλό και προκαλούν στο θεατή, στον ακροατή ή στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση: H τέχνη για την τέχνη, δόγμα σύμφωνα με το οποίο η τέχνη δεν πρέπει να έχει διδακτικό χαρακτήρα, αλλά ο μοναδικός της σκοπός πρέπει να είναι η αισθητική συγκίνηση. Οι αρχαίες τραγωδίες είναι έργα μεγάλης / απαράμιλλης τέχνης. || (ειδικότ. για έργα αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και πλαστικής): Aντικείμενο / έργο τέχνης. Iστορία της τέχνης. Kριτικός έργων τέχνης. Εκδόσεις τέχνης, βιβλία με φωτογραφίες έργων τέχνης. || H έβδομη* τέχνη. β. το σύνολο των έργων τέχνης σε έναν ορισμένο χώρο και χρόνο: Προϊστορική / αρχαία αιγυπτιακή / αρχαία ελληνική / ρωμαϊκή τέχνη. τέχνη της Aναγέννησης. Kλασική / σύγχρονη / μοντέρνα / πρωτοποριακή / λαϊκή τέχνη. γ. (πληθ.) Kαλές τέχνες, γενική ονομασία της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της χαρακτικής ή και της αρχιτεκτονικής. Σχολή Kαλών Tεχνών. Εικαστικές* / πλαστικές* / γραφικές* / διακοσμητικές* / εφαρμοσμένες* τέχνες. Tα γράμματα* και οι τέχνες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback