{το}  σφουγγαρόπανο Subst.  [sfungaropano, sfoyggaropano]

(0)
(0)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu σφουγγαρόπανο

σφουγγαρόπανο σφουγγάρι + πανί


GriechischDeutsch
Πανιά για τον καθαρισμό πατωμάτων, πιατόπανα, σφουγγαρόπανα, ξεσκονόπανα και παρόμοια είδη καθαρισμού, από υφαντουργικά προϊόντα παντός τύπουScheuertücher, Wischtücher, Spültücher, Staubtücher und ähnl. Reinigungstücher, aus Spinnstofferzeugnissen aller Art

Übersetzung bestätigt

Πανικά καθαριότητας του σώματος και κουζίνας, από λινάρι (εκτός από πανιά για τον καθαρισμό και το γυάλισμα πατωμάτων, σφουγγαρόπανα και ξεσκονόπανα)Wäsche zur Körperpflege und Küchenwäsche, aus Flachs (ausg. Scheuertücher, Bohnerlappen, Spüllappen und Staubtücher)

Übersetzung bestätigt

Πανικά καθαριότητας του σώματος και κουζίνας, από συνθετικές ή τεχνητές ίνες (εκτός από πανιά για τον καθαρισμό και το γυάλισμα πατωμάτων, σφουγγαρόπανα και ξεσκονόπανα)Wäsche zur Körperpflege und Küchenwäsche, aus Chemiefasern (ausg. Scheuertücher, Bohnerlappen, Spüllappen und Staubtücher)

Übersetzung bestätigt

Πανικά καθαριότητας του σώματος και κουζίνας, από υφαντικές ύλες (εκτός εκείνων που είναι από βαμβάκι, από λινάρι ή από συνθετικές ή τεχνητές ίνες, καθώς και εκτός από πανιά για τον καθαρισμό και το γυάλισμα πατωμάτων, σφουγγαρόπανα και ξεσκονόπανα)Wäsche zur Körperpflege und Küchenwäsche, aus Spinnstoffen (ausg. aus Baumwolle, Flachs oder Chemiefasern sowie Scheuertücher, Bohnerlappen, Spüllappen und Staubtücher)

Übersetzung bestätigt

Πανικά καθαριότητας του σώματος και κουζίνας, βοστρυχωτά σπογγώδους είδους, από βαμβάκι (εκτός από πανιά για τον καθαρισμό και το γυάλισμα πατωμάτων, σφουγγαρόπανα και ξεσκονόπανα)Wäsche zur Körperpflege und Küchenwäsche, aus Frottierware aus Baumwolle (ausg. Scheuertücher, Bohnerlappen, Spüllappen und Staubtücher)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu σφουγγαρόπανο

σφουγγαρόπανο το [sfuŋgarópano] : χοντρό βαμβακερό πανί που το χρησιμοποιούν για σφουγγάρισμα. || (μειωτ.) (Σαν) σφουγγαρόπανο, για ύφασμα κακής ποιότητας ή για ρούχο παλιό και άχρηστο: Tο φτηνό ύφασμα όταν πλυθεί γίνεται σαν σφουγγαρόπανο. Aυτή η φούστα έγινε σφουγγαρόπανο / δεν κάνει ούτε για σφουγγαρόπανο.

[σφουγγάρ(ι) -ο- + παν(ί) -ο]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback