συστηματικός -ή -ό Adj.  [sistimatikos -i -o, systhmatikos -h -o]

(61)
  Adj.
(16)

GriechischDeutsch
«Διαχείριση κινδύνου»: ο συστηματικός εντοπισμός των κινδύνων και η εφαρμογή κάθε μέτρου που είναι αναγκαίο για να περιοριστεί η έκθεση σε κινδύνους.„Risikomanagement“ die systematische Ermittlung von Risiken und die Anwendung aller für die Risikobegrenzung erforderlichen Maßnahmen.

Übersetzung bestätigt

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του ελέγχου του δυναμικού παραγωγής και των κονδυλίων που διατίθενται στο πλαίσιο του καθεστώτος εκρίζωσης, πρέπει να προβλεφθεί συστηματικός επιτόπιος έλεγχος των οικείων εκτάσεων τόσο πριν από όσο και μετά την πραγματοποίηση της εκρίζωσης.Wegen der Wichtigkeit der Kontrolle des Produktionspotenzials und der Finanzmittel für die Rodungsregelung ist eine systematische Vor-Ort-Kontrolle der betreffenden Flächen vor und nach der Rodung vorzusehen.

Übersetzung bestätigt

Λαμβάνοντας υπόψη τα κονδύλια του προγράμματος πρώιμου τρύγου, πρέπει να προβλέπεται συστηματικός επιτόπιος έλεγχος των οικείων περιοχών μετά την εκτέλεση.In Anbetracht der Finanzmittel für die grüne Weinlese sind nach deren Durchführung systematische Vor-Ort-Kontrollen der betreffenden Flächen vorzusehen.

Übersetzung bestätigt

«Διαχείριση των κινδύνων»: συστηματικός εντοπισμός των κινδύνων και εφαρμογή κάθε μέτρου που είναι αναγκαίο για να περιοριστεί η έκθεση σε κινδύνους.„Risikomanagement“ ist die systematische Ermittlung von Risiken und die Anwendung aller für die Risikobegrenzung erforderlichen Maßnahmen.

Übersetzung bestätigt

Δεν επιτρέπεται συστηματικός εμβολιασμός κατά της AHS στην απαλλαγμένη ζώνη και στη ζώνη επιτήρησης.Innerhalb des AHS-freien Gebiets und der Überwachungszone sind systematische Impfungen gegen Afrikanische Pferdepest untersagt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
systematisch
regelhaft

Grammatik

  • συστηματικός (maskulin)
  • συστηματική (feminin)
  • συστηματικό (neutrum)


Griechische Definition zu συστηματικός -ή -ό

συστηματικός -ή -ό [sistimatikós] : 1α.που γίνεται σύμφωνα με ένα σύστημαII3α ή που έχει σχέση με αυτό: H επιστημονική γνώση κατακτιέται με συστηματική μελέτη. Έχει κάνει συστηματικές έρευνες / σπουδές. β. (επιστ.) συστηματική θεολογία, που ασχολείται με την επιστημονική έκθεση των αληθειών που αναφέρονται στην πίστη και στην πράξη. συστηματική παιδαγωγική, που ασχολείται με τα προβλήματα της σύγχρονης αγωγής. συστηματική νόσος, που προσβάλλει το σύνολο των οργάνων του συστήματοςI1α ενός ζωντανού οργανισμού. || (ως ουσ.) η συστηματική, κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την ταξινόμηση των έμβιων όντων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback