συντρέχω Verb  [sintrecho, syntrexw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu συντρέχω

συντρέχω συν + τρέχω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συντρέχω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συντρέχωσυντρέχουμε, συντρέχομε
συντρέχειςσυντρέχετε
συντρέχεισυντρέχουν(ε)
Imper
fekt
συνέτρεχασυντρέχαμε
συνέτρεχεςσυντρέχατε
συνέτρεχεσυνέτρεχαν, συντρέχαν(ε)
Aoristσυνέτρεξα, συνέδραμασυντρέξαμε, συνδράμαμε
συνέτρεξες, συνέδραμεςσυντρέξατε, συνδράματε
συνέτρεξε, συνέδραμεσυνέτρεξαν, συντρέξαν(ε), συνέδραμαν, συνδράμαν(ε)
Per
fekt
έχω συντρέξει
έχω συμδράμει
έχουμε συντρέξει
έχουμε συμδράμει
έχεις συντρέξει
έχεις συμδράμει
έχετε συντρέξει
έχετε συμδράμει
έχει συντρέξει
έχει συμδράμει
έχουν συντρέξει
έχουν συμδράμει
Plu
per
fekt
είχα συντρέξει
είχα συμδράμει
είχαμε συντρέξει
είχαμε συμδράμει
είχες συντρέξει
είχες συμδράμει
είχατε συντρέξει
είχατε συμδράμει
είχε συντρέξει
είχε συμδράμει
είχαν συντρέξει
είχαν συμδράμει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συντρέχωθα συντρέχουμε, θα συντρέχομε
θα συντρέχειςθα συντρέχετε
θα συντρέχειθα συντρέχουν(ε)
Fut
ur
θα συντρέξω, θα συδράμωθα συντρέξουμε, θα συνδράμουμε
θα συντρέξεις, θα συνδράμειςθα συντρέξετε, θα συνδράμετε
θα συντρέξει, θα συνδράμειθα συντρέξουν(ε), θα συνδράμουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συντρέξει
θα έχω συμδράμει
θα έχουμε συντρέξει
θα έχουμε συμδράμει
θα έχεις συντρέξει
θα έχεις συμδράμει
θα έχετε συντρέξει
θα έχετε συμδράμει
θα έχει συντρέξει
θα έχει συμδράμει
θα έχουν συντρέξει
θα έχουν συμδράμει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συντρέχωνα συντρέχουμε
να συντρέχειςνα συντρέχετε
να συντρέχεινα συντρέχουν(ε)
Aoristνα συντρέξω, να συνδράμωνα συντρέξουμε, να συνδράμουμε
να συντρέξεις, να συνδράμειςνα συντρέξετε, να συνδράμετε
να συντρέξει, να συνδράμεινα συντρέξουν(ε), να συνσράμουν(ε)
Perfνα έχω συντρέξει
να έχω συμδράμει
να έχουμε συντρέξει
να έχουμε συμδράμει
να έχεις συντρέξει
να έχεις συμδράμει
να έχετε συντρέξει
να έχετε συμδράμει
να έχει συντρέξει
να έχει συμδράμει
να έχουν συντρέξει
να έχουν συμδράμει
Imper
ativ
Presσύντρεχεσυντρέχετε
Aoristσύντρεξεσυντρέξτε, συντδράμετε
Part
izip
Presσυντρέχοντας
Perfέχοντας συντρέξει, έχοντας συμδράμει
InfinAoristσυντρέξει, συνδράμει



Griechische Definition zu συντρέχω

συντρέχω [sindréxo] Ρ αόρ. συνέτρεξα και σύντρεξα, απαρέμφ. συντρέξει : 1.προσφέρω σε κπ. υλική ή ηθική συμπαράσταση: Δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον συντρέξει στη δυστυχία του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback