συμβιβάζω altgriechisch συμβιβάζω σύν + βιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch compromise[1] [2])
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμβιβάζω | συμβιβάζουμε, συμβιβάζομε | συμβιβάζομαι | συμβιβαζόμαστε |
συμβιβάζεις | συμβιβάζετε | συμβιβάζεσαι | συμβιβάζεστε, συμβιβαζόσαστε | ||
συμβιβάζει | συμβιβάζουν(ε) | συμβιβάζεται | συμβιβάζονται | ||
Imper fekt | συμβίβαζα | συμβιβάζαμε | συμβιβαζόμουν(α) | συμβιβαζόμαστε, συμβιβαζόμασταν | |
συμβίβαζες | συμβιβάζατε | συμβιβαζόσουν(α) | συμβιβαζόσαστε, συμβιβαζόσασταν | ||
συμβίβαζε | συμβίβαζαν, συμβιβάζαν(ε) | συμβιβαζόταν(ε) | συμβιβάζονταν, συμβιβαζόντανε, συμβιβαζόντουσαν | ||
Aorist | συμβίβασα | συμβιβάσαμε | συμβιβάστηκα | συμβιβαστήκαμε | |
συμβίβασες | συμβιβάσατε | συμβιβάστηκες | συμβιβαστήκατε | ||
συμβίβασε | συμβίβασαν, συμβιβάσαν(ε) | συμβιβάστηκε | συμβιβάστηκαν, συμβιβαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συμβιβάσει | έχουμε συμβιβάσει | έχω συμβιβαστεί | έχουμε συμβιβαστεί | |
έχεις συμβιβάσει | έχετε συμβιβάσει | έχεις συμβιβαστεί | έχετε συμβιβαστεί | ||
έχει συμβιβάσει | έχουν συμβιβάσει | έχει συμβιβαστεί | έχουν συμβιβαστεί | ||
Plu per fekt | είχα συμβιβάσει είχα συμβιβασμένο | είχαμε συμβιβάσει είχαμε παρουσισμένο | είχα συμβιβαστεί ήμουν συμβιβασμένος, -η | είχαμε συμβιβαστεί ήμαστε συμβιβασμένοι, -ες | |
είχες συμβιβάσει είχες συμβιβασμένο | είχατε συμβιβάσει είχατε συμβιβασμένο | είχες συμβιβαστεί ήσουν συμβιβασμένος, -η | είχατε συμβιβαστεί ήσαστε συμβιβασμένοι, -ες | ||
είχε συμβιβάσει είχε συμβιβασμένο | είχαν συμβιβάσει είχαν συμβιβασμένο | είχε συμβιβαστεί ήταν συμβιβασμένος, -η, -ο | είχαν συμβιβαστεί ήταν συμβιβασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμβιβάζω | θα συμβιβάζουμε, | θα συμβιβάζομαι | θα συμβιβαζόμαστε | |
θα συμβιβάζεις | θα συμβιβάζετε | θα συμβιβάζεσαι | θα συμβιβάζεστε, | ||
θα συμβιβάζει | θα συμβιβάζουν(ε) | θα συμβιβάζεται | θα συμβιβάζονται | ||
Fut ur | θα συμβιβάσω | θα συμβιβάσουμε, | θα συμβιβαστώ | θα συμβιβαστούμε | |
θα συμβιβάσεις | θα συμβιβάσετε | θα συμβιβαστείς | θα συμβιβαστείτε | ||
θα συμβιβάσει | θα συμβιβάσουν(ε) | θα συμβιβαστεί | θα συμβιβαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συμβιβάσει θα έχω συμβιβασμένο | θα έχουμε συμβιβάσει θα έχουμε συμβιβασμένο | θα έχω συμβιβαστεί θα είμαι συμβιβασμένος, -η | θα έχουμε συμβιβαστεί | |
θα έχεις συμβιβάσει θα έχεις συμβιβασμένο | θα έχετε συμβιβάσει θα έχετε συμβιβασμένο | θα έχεις συμβιβαστεί θα είσαι συμβιβασμένος, -η | θα έχετε συμβιβαστεί θα είστε συμβιβασμένοι, -ες | ||
θα έχει συμβιβάσει θα έχει συμβιβασμένο | θα έχουν συμβιβάσει θα έχουν συμβιβασμένο | θα έχει συμβιβαστεί θα είναι συμβιβασμένος, -η, -ο | θα έχουν συμβιβαστεί θα είναι συμβιβασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμβιβάζω | να συμβιβάζουμε, | να συμβιβάζομαι | να συμβιβαζόμαστε |
να συμβιβάζεις | να συμβιβάζετε | να συμβιβάζεσαι | να συμβιβάζεστε, | ||
να συμβιβάζει | να συμβιβάζουν(ε) | να συμβιβάζεται | να συμβιβάζονται | ||
Aorist | να συμβιβάσω | να συμβιβάσουμε, | να συμβιβαστώ | να συμβιβαστούμε | |
να συμβιβάσεις | να συμβιβάσετε | να συμβιβαστείς | να συμβιβαστείτε | ||
να συμβιβάσει | να συμβιβάσουν(ε) | να συμβιβαστεί | να συμβιβαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συμβιβάσει να έχω συμβιβασμένο | να έχουμε συμβιβάσει | να έχω συμβιβαστεί | να έχουμε συμβιβαστεί | |
να έχεις συμβιβάσει | να έχετε συμβιβάσει να έχετε συμβιβασμένο | να έχεις συμβιβαστεί να είσαι συμβιβασμένος, -η | να έχετε συμβιβαστεί να είστε συμβιβασμένοι, -ες | ||
να έχει συμβιβάσει να έχει συμβιβασμένο | να έχουν συμβιβάσει να έχουν συμβιβασμένο | να έχει συμβιβαστεί | να έχουν συμβιβαστεί | ||
Imper ativ | Pres | συμβίβαζε | συμβιβάζετε | συμβιβάζεστε | |
Aorist | συμβίβασε | συμβιβάστε | συμβιβάσου | συμβιβαστείτε | |
Part izip | Pres | συμβιβάζοντας | συμβιβαζόμενος | ||
Perf | έχοντας συμβιβάσει, | συμβιβασμένος, -η, -ο | συμβιβασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμβιβάσει | συμβιβαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | versöhne | ||
du | versöhnst | |||
er, sie, es | versöhnt | |||
Präteritum | ich | versöhnte | ||
Konjunktiv II | ich | versöhnte | ||
Imperativ | Singular | versöhne! versöhn! | ||
Plural | versöhnt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
versöhnt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:versöhnen |
συμβιβάζω [simvivázo] -ομαι : 1α.βοηθώ δύο άτομα ή ομάδες ατόμων να εξομαλύνουν τις διαφορές τους, με αμοιβαίες υποχωρήσεις: Προσπάθησα να τους συμβιβάσω, για να μη διαλύσουν την εταιρεία. (έκφρ.) τα συμβιβάσαμε, συμβιβαστήκαμε, ήρθαμε σε συμφωνία. β. πετυχαίνω την ομαλή συνύπαρξη καταστάσεων ή απόψεων που είναι ή που φαίνονται αντίθετες: Kατόρθωσε να συμβιβάσει τους ρόλους της νοικοκυράς και της εργαζόμενης. Mην προσπαθείς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Δε συμβιβάζεται η ιδεολογία του με τον τρόπο της ζωής του, δεν ταιριάζει. Δε συμβιβάζεται η άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος με τη δημοσιοϋ παλληλική ιδιότητα, είναι ασυμβίβαστη. (έκφρ.) συμβιβάζω τα διεστώτα*. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.