Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ράβδοι και χονδρόσυρμα, από μη κραματοποιημένο χάλυβα αποκοπής, που έχουν απλώς υποστεί θερμή έλαση, ολκή ή διέλαση [εκτός των προϊόντων που φέρουν εγκοπές, νευρώσεις (εξογκώματα), εσοχές ή προεξοχές που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της έλασης, καθώς και εκτός των προϊόντων που έχουν υποστεί στρέψη μετά την έλαση] | Garne aus synthetischen Filamenten, einschl. synthetische Monofile von < 67 dtex, ungezwirnt, mit > 50 Drehungen je Meter (ausg. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Drehung |
στρέψη η [strépsi] : στροφή, περιστροφή. || (φυσ.) μορφή καταπόνησης ενός στερεού σώματος, που οφείλεται στη δράση δύο αντίθετων ζευγών δυνάμεων, οι οποίες αναπτύσσονται σε παράλληλα επίπεδα: Ο μόλυβδος έχει μεγάλη αντοχή στρέψης. || ζυγός στρέψης, συσκευή για την εκτίμηση μαγνητικών και ηλεκτροστατικών δυνάμεων. || (μηχ.) ροπή στρέψης, η εφαρμογή μιας δύναμης επάνω σε ένα σώμα, του οποίου επιδιώκεται η περιστροφή.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.