Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
im Moment |
im Augenblick |
στιγμιαίος -α -ο [stiγmiéos] : α. που διαρκεί μία μόνο στιγμή, ελάχιστα: Είδε μια στιγμιαία λάμψη. Aισθάνθηκε μια στιγμιαία ζάλη. Ο δισταγμός του ήταν στιγμιαίος -α -ο. || στιγμιαίος -α -ο καφές, σκόνη καφέ σε μορφή λεπτών κόκκων που διαλύεται σε ζεστό ή σε κρύο νερό, χωρίς βράσιμο, το νεσκαφέ. || (νομ.) στιγμιαίο αδίκημα / έγκλημα, η τέλεση του οποίου είναι χρονικά περιορισμένη. ANT διαρκές. β. (γραμμ.) στιγμιαίος -α -ο μέλλοντας, που φανερώνει κτ. που θα γίνει στο μέλλον χωρίς συνέχεια ή επανάληψη π.χ. «θα γράψω», «θα ξυπνήσω». στιγμιαία σύμφωνα, που κατά τη δημιουργία τους σχηματίζεται απόλυτος φραγμός σε κάποιο σημείο της φωνητικής διόδου ο οποίος και διαρρηγνύεται απότομα για την παραγωγή του συμφωνικού ήχου.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.