στεγνός -ή -ό Adj.  [stegnos -i -o, sternos -i -o, stegnos -h -o]

  Adj.
(34)

GriechischDeutsch
Αν είναι δυνατόν, ο διάδρομος πρέπει να είναι καθαρός και στεγνός (παραδείγματος χάρη χωρίς αμμοχάλικο, φυλλώματα, χιόνι κ.λπ.).Die Fahrbahn muss möglichst sauber und trocken sein (z. B. ohne Splitt, Laub, Schnee usw.).

Übersetzung bestätigt

Ο εξοπλισμός χειρισμού της μεταποιημένης ζωικής πρωτεΐνης πρέπει να διατηρείται καθαρός και στεγνός και να διαθέτει επαρκή σημεία επιθεώρησης, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της καθαριότητάς του.Ausrüstung für die Handhabung von verarbeitetem tierischem Protein ist sauber und trocken zu halten und muss über geeignete Inspektionsstellen verfügen, so dass auf Sauberkeit kontrolliert werden kann.

Übersetzung bestätigt

Στα συστήματα αυτά, όλος ο χώρος που καταλαμβάνουν τα ζώα πρέπει να διατηρείται καθαρός, στεγνός με τακτική ανανέωση του απορροφητικού υλικού της στρωμνής και απομάκρυνση του ήδη χρησιμοποιημένου.Bei dieser Haltungsform muß die gesamte den Tieren zur Verfügung stehende Fläche durch regelmäßiges Bereitstellen und Entfernen von saugfähigem Einstreu sauber und trocken gehalten werden.

Übersetzung bestätigt

Αν είναι δυνατόν, ο διάδρομος πρέπει να είναι καθαρός και στεγνός (παραδείγματος χάρη χωρίς αμμοχάλικο, φυλλώματα, χιόνι, κλπ.).Die Fahrbahn muss möglichst sauber und trocken sein (z. B. ohne Splitt, Laub, Schnee usw.).

Übersetzung bestätigt

Αν ο πλυμένος θάλαμος δεν είναι στεγνός πριν πάρετε την επόμενη δόση σας, χρησιμοποιείστε τον ανταλλακτικό θάλαμο.Benutzen Sie Ihre Ersatzkammer, wenn die gereinigte Kammer vor der nächsten Anwendung noch nicht trocken sein sollte.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • στεγνός (maskulin)
  • στεγνή (feminin)
  • στεγνό (neutrum)


Griechische Definition zu στεγνός -ή -ό

στεγνός -ή -ό [steγnós] : 1α. που δεν είναι βρεγμένος, διαποτισμένος από κάποιο υγρό, ιδίως από νερό: στεγνός -ή -ό δρόμος / τοίχος. Στεγνό καθάρισμα*. Στεγνό έδαφος. Στεγνά ρούχα / μαλλιά / πόδια. Πώς γίνεται να είσαι στεγνός -ή -ό, ενώ βρέχει; || (για πρόσ.) που, λόγω κάποιας προφύλαξης, δεν έχει υγρανθεί από συγκεκριμένο υγρό (ούρα, αίμα κτλ.): Πάνες για να είναι τα μωρά σας στεγνά. H μόνη σερβιέτα που με κάνει να νιώθω πάντα στεγνή. ΦΡ (λαϊκ.) είναι κάποιος στεγνός -ή -ό, δεν έχει καθόλου χρήματα. || (λαϊκότρ., ως ουσ.) τα στεγνά, το τμήμα καϊκιού, πλοίου κτλ. που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT βρεχάμενα. β. που δεν έχει τα φυσιολογικά υγρά του οργανισμού: Στεγνό στόμα, χωρίς τη φυσιολογική ποσότητα σάλιου. Στεγνά μάτια, χωρίς δάκρυα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback