στατικός -ή -ό Adj.  [statikos -i -o, statikos -h -o]

  Adj.
(5)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
τους λόγους της εκλογής και λεπτομέρειες για τη χρησιμοποιηθείσα διαδικασία ελέγχου (π.χ. στατικός, ημιστατικός, ταχύτητα χορήγησης, ταχύτητα ροής, αν υπήρχε εξαερισμός, φορτίο ψαριών, κ.λπ)·Gründe für die Auswahl und Einzelheiten der Durchführung der Prüfung (z. B. statisch, semistatisch, Dosierungsrate, Durchflussrate, ob belüftet, Fischbesatz usw.);

Übersetzung bestätigt

Εν πάση περιπτώσει, είναι μια υπερβολική ασάφεια, δεδομένου ότι αυτός ο προσδιορισμός δεν είναι στατικός, αλλά μπορεί να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με το χρόνο ή απλώς με τις συμφωνίες διασύνδεσης που συνάπτουν οι εν λόγω οργανώσεις.Auf alle Fälle ist die Definition zu ungenau, schon allein deshalb, weil diese Kriterien nicht statisch sind, sondern im Verlauf der Zeit oder durch die die genannten Organisationen treffen, variieren können.

Übersetzung bestätigt

Τώρα έχουμε στη διάθεσή μας ένα σαφή κατάλογο, ο οποίος τονίζουμε ότι δεν πρέπει να είναι στατικός, αλλά δυναμικός, και ο οποίος δείχνει πότε παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές της περιβαλλοντικής πολιτικής.Wir haben jetzt einen klaren Katalog, der, wie wir betonen, nicht statisch, sondern dynamisch sein muss, und der zeigt, wann gegen die grundlegenden Prinzipien der Umweltpolitik verstoßen wird.

Übersetzung bestätigt

Με το πανδοχείο, ο Θερβάντες εννοούσε να μένει ακίνητος, να παραπονείται ότι τον αγνοούν και να παραμένει στατικός.Mit dem Gasthaus meinte Cervantes den Stillstand und dass man sich darüber beschwert, dass man ignoriert wird und statisch bleibt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • στατικός (maskulin)
  • στατική (feminin)
  • στατικό (neutrum)


Griechische Definition zu στατικός -ή -ό

στατικός -ή -ό [statikós] : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί ακινησία ή βρίσκεται σε ακινησία: Στατική εικόνα. Στατική μορφή. || (φυσ.): στατικός -ή -ό ηλεκτρισμός, όταν τα ηλεκτρικά φορτία ενός σώματος βρίσκονται σε κατάσταση ακινησίας. || (ψυχ.): Στατικό αίσθημα / στατική αίσθηση, η αίσθηση του χώρου καθώς και της θέσης του σώματός μας μέσα σ΄ αυτόν. || (οικον.): Στατική οικονομία, όταν τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback