σκύβω Verb  [skivo, skybw]

(1)
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu σκύβω

σκύβω mittelgriechisch σκύβω σκύπτω altgriechisch κύπτω proto-indogermanisch *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)


GriechischDeutsch
Το έπραξε πράγματι, και πολύ νωρίτερα από ό, τι είχε τα αναμενόμενα: πριν είχε πιει μισό μπουκάλι, βρήκε το κεφάλι της πατώντας στο ταβάνι, και έπρεπε να σκύβω να την σώσει λαιμό από το να είναι σπασμένα.Sie tat dies in der Tat, und viel früher als sie erwartet hatte: vorher hatte sie die Hälfte der betrunken Flasche, fand sie ihren Kopf Drücken gegen die Decke, und mußte sich bücken, um sie zu retten Hals aus aufgebrochen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu σκύβω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκύβωσκύβουμε, σκύβομε
σκύβειςσκύβετε
σκύβεισκύβουν(ε)
Imper
fekt
έσκυβασκύβαμε
έσκυβεςσκύβατε
έσκυβεέσκυβαν, σκύβαν(ε)
Aoristέσκυψασκύψαμε
έσκυψεςσκύψατε
έσκυψεέσκυψαν, σκύψαν(ε)
Per
fekt
έχω σκύψειέχουμε σκύψει
έχεις σκύψειέχετε σκύψει
έχει σκύψειέχουν σκύψει
Plu
per
fekt
είχα σκύψειείχαμε σκύψει
είχες σκύψειείχατε σκύψει
είχε σκύψειείχαν σκύψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκύβωθα σκύβουμε, θα σκύβομε
θα σκύβειςθα σκύβετε
θα σκύβειθα σκύβουν(ε)
Fut
ur
θα σκύψωθα σκύψουμε, θα σκύψομε
θα σκύψειςθα σκύψετε
θα σκύψειθα σκύψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκύψειθα έχουμε σκύψει
θα έχεις σκύψειθα έχετε σκύψει
θα έχει σκύψειθα έχουν σκύψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκύβωνα σκύβουμε, να σκύβομε
να σκύβειςνα σκύβετε
να σκύβεινα σκύβουν(ε)
Aoristνα σκύψωνα σκύψουμε, να σκύψομε
να σκύψειςνα σκύψετε
να σκύψεινα σκύψουν(ε)
Perfνα έχω σκύψεινα έχουμε σκύψει
να έχεις σκύψεινα έχετε σκύψει
να έχει σκύψεινα έχουν σκύψει
Imper
ativ
Presσκύβεσκύβετε
Aoristσκύψεσκύψτε, σκύφτε
Part
izip
Presσκύβοντας
Perfέχοντας σκύψει
InfinAoristσκύψει



Griechische Definition zu σκύβω

σκύβω [skívo] Ρ4α μππ. σκυμμένος : γέρνω το σώμα προς τα εμπρός και κάτω: Έσκυψε από το παράθυρο για να δει καλύτερα. Mη σκύβεις από το μπαλκόνι, θα πέσεις! Έσκυψε να πάρει το μαντίλι από το πάτωμα. Σκύβει και μου λέει στ΄ αυτί… || σκύβω το κεφάλι και: α. ως έκφραση: σκύβω το κεφάλι από ντροπή. Tον άκουγε με σκυμμένο το κεφάλι. β. ως ΦΡ υπακούω δουλικά, υποτάσσομαι: Δεν έσκυψαν το κεφάλι στον κατακτητή. || σκύβω πάνω από κπ. ή από κτ. και μτφ. ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αγάπη και προσοχή: Περιμένουμε από τις νέες γενιές να σκύψουν με αγάπη πάνω από το σολωμικό έργο. || Όλη μέρα σκυμμένος στα χαρτιά και στα βιβλία του.

[μσν. σκύ(φτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. σκυψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω, < σκύπτω (ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) < αρχ. κύπτω (ανάπτ. προτακτ. [s] ;)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback