σκουλαρίκι μεσαιωνικό ελληνικό σχολαρίκιον χαρακτηριστικό στρατιωτών του πρώιμου βυζαντινού κράτους, οι οποίοι ονομάζονταν scholarii altgriechisch σχολή η πλήρης φράση: σχολαρικόν ενώτιον (το ενώτιο του σχολάριου). Σχολαρικόν > σχολαρίκιον> σκολαρίκι > σκουλαρίκι.
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μικρά μεταποιημένα προϊόντα από δέρμα, π.χ. ζώνες, τιράντες, σέλλες ποδηλάτων, θήκες μπλοκ επιταγών ή πιστωτικών καρτών, σκουλαρίκια, τσαντάκια, μπρελόκ, σημειωματάρια, πουγγιά, παπούτσια, σακουλάκια καπνού, πορτοφόλια, λουράκια ρολογιών | Kleine Fertigwaren aus Leder — z. B. Gürtel, Armbänder, Fahrradsattel, Scheckbuchoder Kreditkartenetuis, Ohrringe, Handtaschen, Schlüsselringe, Notizbücher, Geldbeutel, Schuhe, Tabaksbeutel, Brieftaschen, Uhrenarmbänder Übersetzung bestätigt |
τα μικροαντικείμενα που χρησιμεύουν για τον ατομικό στολισμό (π.χ. δαχτυλίδια, βραχιόλια, περιδέραια, καρφίτσες, σκουλαρίκια, αλυσίδες ρολογιών, κρεμαστά μικροκοσμήματα (μπρελόκ), κρεμαστά επιστήθια κοσμήματα, καρφίτσες γραβατών, μανικετόκουμπα, επιστήθια κουμπιά, θρησκευτικά ή άλλα μετάλλια ή σύμβολα κ.λπ.)· και | kleine Gegenstände, die als Schmuck dienen (z. B. Ringe, Armbänder, Halsketten, Broschen, Ohrringe, Uhrketten, Uhrgehänge, Anhänger, Krawattennadeln, Manschettenknöpfe, Anstecknadeln, religiöse oder andere Medaillen oder Abzeichen); Übersetzung bestätigt |
τα μικροαντικείμενα που χρησιμεύουν για τον ατομικό στολισμό (π.χ. δαχτυλίδια, βραχιόλια, περιδέραια, καρφίτσες, σκουλαρίκια, αλυσίδες ρολογιών, κρεμαστά μικροκοσμήματα (μπρελόκ), κρεμαστά επιστήθια κοσμήματα, καρφίτσες γραβατών, μανικετόκουμπα, επιστήθια κουμπιά, θρησκευτικά ή άλλα μετάλλια ή σύμβολα κ.λπ.) και | kleine Gegenstände, die als Schmuck dienen (z. B. Ringe, Armbänder, Halsketten, Broschen, Ohrringe, Uhrketten, Uhrgehänge, Anhänger, Krawattennadeln, Manschettenknöpfe, Anstecknadeln, religiöse oder andere Medaillen oder Abzeichen); Übersetzung bestätigt |
Επειδή, λοιπόν, μπορεί να προκληθούν αλλεργιογόνες αντιδράσεις, ζητούμε όπως εξάλλου συμβαίνει και σ' άλλα προϊόντα, όπως σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και ρολόγια χειρός -να μη υπάρχει νικέλιο σ' αυτά τα νομίσματα. | Da es also zu allergenen Reaktionen kommen kann, fordern wir wie übrigens für alle anderen Produkte wie Ohrringe, Ketten und Uhrengehäuse -, daß Nickel in den Münzen nicht vorkommt. Übersetzung bestätigt |
"Έχετε ποτέ παρατηρήσει ότι τα τρυπημένα αυτιά του για σκουλαρίκια;" | "Haben Sie schon einmal beobachtet, dass seine Ohren für Ohrringe sind durchbohrt?" Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
ενώτιο |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Ohrstecker |
Ohrring |
σκουλαρίκι το [skularíki] : κόσμημα που φοριέται στο αυτί: Διαμαντένια / χρυσά / ασημένια σκουλαρίκια. Σκουλαρίκια κρεμαστά. ΦΡ στο αυτί σου σκουλαρίκι ή να το βάλεις σκουλαρίκι, να θυμάσαι τα λόγια μου.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.