σατιρίζω Verb  [satirizo, satirizw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu σατιρίζω

σατιρίζω französisch satiriser satire παλαιά französisch satire lateinisch satira satura satur satis proto-indogermanisch *sh₂tis (=κορεσμός, ικανοποίηση) *seh₂- (=ικανοποιούμαι)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σατιρίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σατιρίζωσατιρίζουμε, σατιρίζομεσατιρίζομαισατιριζόμαστε
σατιρίζειςσατιρίζετεσατιρίζεσαισατιρίζεστε, σατιριζόσαστε
σατιρίζεισατιρίζουν(ε)σατιρίζεταισατιρίζονται
Imper
fekt
σατίριζασατιρίζαμεσατιριζόμουν(α)σατιριζόμαστε, σατιριζόμασταν
σατίριζεςσατιρίζατεσατιριζόσουν(α)σατιριζόσαστε, σατιριζόσασταν
σατίριζεσατίριζαν, σατιρίζαν(ε)σατιριζόταν(ε)σατιρίζονταν, σατιριζόντανε, σατιριζόντουσαν
Aoristσατίρισασατιρίσαμεσατιρίστηκασατιριστήκαμε
σατίρισεςσατιρίσατεσατιρίστηκεςσατιριστήκατε
σατίρισεσατίρισαν, σατιρίσαν(ε)σατιρίστηκεσατιρίστηκαν, σατιριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σατιρίσει
έχω σατιρισμένο
έχουμε σατιρίσει
έχουμε σατιρισμένο
έχω σατιριστεί
είμαι σατιρισμένος, -η
έχουμε σατιριστεί
είμαστε σατιρισμένοι, -ες
έχεις σατιρίσει
έχεις σατιρισμένο
έχετε σατιρίσει
έχετε σατιρισμένο
έχεις σατιριστεί
είσαι σατιρισμένος, -η
έχετε σατιριστεί
είστε σατιρισμένοι, -ες
έχει σατιρίσει
έχει σατιρισμένο
έχουν σατιρίσει
έχουν σατιρισμένο
έχει σατιριστεί
είναι σατιρισμένος, -η, -ο
έχουν σατιριστεί
είναι σατιρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σατιρίσει
είχα σατιρισμένο
είχαμε σατιρίσει
είχαμε σατιρισμένο
είχα σατιριστεί
ήμουν σατιρισμένος, -η
είχαμε σατιριστεί
ήμαστε σατιρισμένοι, -ες
είχες σατιρίσει
είχες σατιρισμένο
είχατε σατιρίσει
είχατε σατιρισμένο
είχες σατιριστεί
ήσουν σατιρισμένος, -η
είχατε σατιριστεί
ήσαστε σατιρισμένοι, -ες
είχε σατιρίσει
είχε σατιρισμένο
είχαν σατιρίσει
είχαν σατιρισμένο
είχε σατιριστεί
ήταν σατιρισμένος, -η, -ο
είχαν σατιριστεί
ήταν σατιρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σατιρίζωθα σατιρίζουμε, θα σατιρίζομεθα σατιρίζομαιθα σατιριζόμαστε
θα σατιρίζειςθα σατιρίζετεθα σατιρίζεσαιθα σατιρίζεστε, θα σατιριζόσαστε
θα σατιρίζειθα σατιρίζουν(ε)θα σατιρίζεταιθα σατιρίζονται
Fut
ur
θα σατιρίσωθα σατιρίσουμε, θα σατιρίζομεθα σατιριστώθα σατιριστούμε
θα σατιρίσειςθα σατιρίσετεθα σατιριστείςθα σατιριστείτε
θα σατιρίσειθα σατιρίσουν(ε)θα σατιριστείθα σατιριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σατιρίσει
θα έχω σατιρισμένο
θα έχουμε σατιρίσει
θα έχουμε σατιρισμένο
θα έχω σατιριστεί
θα είμαι σατιρισμένος, -η
θα έχουμε σατιριστεί
θα είμαστε σατιρισμένοι, -ες
θα έχεις σατιρίσει
θα έχεις σατιρισμένο
θα έχετε σατιρίσει
θα έχετε σατιρισμένο
θα έχεις σατιριστεί
θα είσαι σατιρισμένος, -η
θα έχετε σατιριστεί
θα είστε σατιρισμένοι, -ες
θα έχει σατιρίσει
θα έχει σατιρισμένο
θα έχουν σατιρίσει
θα έχουν σατιρισμένο
θα έχει σατιριστεί
θα είναι σατιρισμένος, -η, -ο
θα έχουν σατιριστεί
θα είναι σατιρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σατιρίζωνα σατιρίζουμε, να σατιρίζομενα σατιρίζομαινα σατιριζόμαστε
να σατιρίζειςνα σατιρίζετενα σατιρίζεσαινα σατιρίζεστε, να σατιριζόσαστε
να σατιρίζεινα σατιρίζουν(ε)να σατιρίζεταινα σατιρίζονται
Aoristνα σατιρίσωνα σατιρίσουμε, να σατιρίσομενα σατιριστώνα σατιριστούμε
να σατιρίσειςνα σατιρίσετενα σατιριστείςνα σατιριστείτε
να σατιρίσεινα σατιρίσουν(ε)να σατιριστείνα σατιριστούν(ε)
Perfνα έχω σατιρίσει
να έχω σατιρισμένο
να έχουμε σατιρίσει
να έχουμε σατιρισμένο
να έχω σατιριστεί
να είμαι σατιρισμένος, -η
να έχουμε σατιριστεί
να είμαστε σατιρισμένοι, -ες
να έχεις σατιρίσει
να έχεις σατιρισμένο
να έχετε σατιρίσει
να έχετε σατιρισμένο
να έχεις σατιριστεί
να είσαι σατιρισμένος, -η
να έχετε σατιριστεί
να είστε σατιρισμένοι, -ες
να έχει σατιρίσει
να έχει σατιρισμένο
να έχουν σατιρίσει
να έχουν σατιρισμένο
να έχει σατιριστεί
να είναι σατιρισμένος, -η, -ο
να έχουν σατιριστεί
να είναι σατιρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσατίριζεσατιρίζετεσατιρίζεστε
Aoristσατίρισεσατιρίστεσατιρίσουσατιριστείτε
Part
izip
Presσατιρίζονταςσατιριζόμενος
Perfέχοντας σατιρίσει, έχοντας σατιρισμένοσατιρισμένος, -η, -οσατιρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσατιρίσεισατιριστεί



Griechische Definition zu σατιρίζω

σατιρίζω [satirízo] -ομαι : διακωμωδώ με σάτιρα: Σατιρίζει με τα σκίτσα του τους πολιτικούς.

[λόγ. < γαλλ. satiriser < satir(e) = σάτιρ(α) -iser = -ίζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback