ρωμαϊκός -ή -ό Adj.  [romaikos -i -o, rwmaikos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • ρωμαϊκός (maskulin)
  • ρωμαϊκή (feminin)
  • ρωμαϊκό (neutrum)


Griechische Definition zu ρωμαϊκός -ή -ό

ρωμαϊκός -ή -ό [romaikós] : α.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους· (πρβ. λατινικός): Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία. ρωμαϊκός -ή -ό πολιτισμός. Ρωμαϊκή τέχνη / εποχή / ιστορία. ρωμαϊκός -ή -ό στρατός. Aνατολικό / Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. || Ρωμαϊκά ανάκτορα / μνημεία, της ρωμαϊκής εποχής. || Ρωμαϊκό δίκαιο, το σύνολο των κανόνων αστικού δικαίου που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ρώμη, όπως διαμορφώθηκε κατά τη βυζαντινή εποχή. β. που ανάγει τις ρίζες του στη χριστιανική Ρώμη ή στο ρωμαϊκό κράτος: Ρωμαϊκή Εκκλησία, η Δυτική Xριστιανική Εκκλησία. || Aγία Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.

[λόγ.: α: ελνστ. Ῥωμαϊκός `που αναφέρεται στους Ρωμαίους΄· β: σημδ. γαλλ. romain]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback