Griechisch | Deutsch |
---|---|
Παρότι η ανεργία μειώθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 1994, γύρω στον Απρίλιο του 1995 αυξήθηκε και πάλι σε επίπεδο ελάχιστα χαμηλότερο από το επίπεδο ρεκόρ. | Die Arbeitslosenquote, die in der zweiten Jahreshälfte 1994 zurückging, hatte im April 1995 bereits wieder eine Höhe erreicht, die nur geringfügig unter der historischen Rekordmarke lag. Übersetzung bestätigt |
Έτσι οι δαπάνες για παθητική πολιτική απασχόλησης ανήλθαν στο 2,7% του ΑΕγχΠ το 2003, ρεκόρ για την ΕΕ. | Die Ausgaben für die passive Arbeitsmarktpolitik beliefen sich 2003 auf 2,7% des BIP im EU-Vergleich ein Rekord. Übersetzung bestätigt |
Ο αριθμός των συγκεντρώσεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατά το 2006 έφτασε στον αριθμό ρεκόρ των 356, που υπερβαίνει το προηγούμενο αντίστοιχο ρεκόρ του τελευταίου κύματος συγκεντρώσεων του 2000. | Die Zahl der 2006 bei der Kommission angemeldeten Zusammenschlüsse erreichte einen Rekord von 356 und übertraf damit den früheren Rekord während der letzten Zusammenschlusswelle im Jahr 2000. Übersetzung bestätigt |
Αυτή η εκστρατεία – με την ονομασία OK 98 – είχε σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά το ποσοστό-ρεκόρ συμμετοχής στις εκλογές (84,6 τοις εκατό). | Diese Kampagne unter dem Motto "OK 98" hatte bedeutenden Anteil an der Rekord-Wahlbeteiligung (84,6 %). Übersetzung bestätigt |
Σε ορισμένες χώρες όμως η καλλιέργεια ΓΤΟ είναι ευρέως διαδεδομένη: το 2010 η συνολική καλλιεργήσιμη έκταση έφτασε τον αριθμό ρεκόρ των 148 εκατομμυρίων εκταρίων, (σόγια, καλαμπόκι και βαμβάκι) που συγκεντρώνεται κυρίως στις ΗΠΑ, στον Καναδά, την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Ινδία. | In einigen Ländern werden GVO jedoch weithin angebaut: 2010 betrug die Rekordanbaufläche 148 Mio. Hektar, hauptsächlich für Soja, Mais, Baumwolle, die vor allem in den USA, Kanada, Argentinien, Brasilien und Indien angebaut werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ρεκόρ το [rekór] Ο (άκλ.) : α.η ανώτερη επίδοση, αυτή που ξεπερνά κάθε προηγούμενη, σε ένα άθλημα, αγώνισμα κτλ.: Πανελλήνιο / παγκόσμιο / πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Nέο παγκόσμιο ρεκόρ στη σφαιροβολία. Σπάζω / ξεπερνώ / ισοφαρίζω ένα προηγούμενο ρεκόρ. Σημειώνω / πιάνω / πετυχαίνω ένα νέο ρεκόρ. Aτομικό / επίσημο / ανεπίσημο ρεκόρ. Aνακηρύχτηκε νικητής, χωρίς όμως να ξεπεράσει το προηγούμενο ρεκόρ. ρεκόρ αγώνων, η ανώτερη επίδοση που έχει επιτευχθεί ποτέ στην ίδια αθλητική διοργάνωση. Ολυμπιακό ρεκόρ. β. (προφ.) για οποιοδήποτε ανώτατο όριο: Ξεπέρασε το ρεκόρ των εισπράξεων με δέκα χιλιάδες εισιτήρια.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.