πυρηνικός -ή -ό Adj.  [pirinikos -i -o, pyrhnikos -h -o]

(6)

GriechischDeutsch
Χρησιμοποιώ τη λέξη "ειλικρινής" πιο ελεύθερα επειδή ο κ. Reul χρησιμοποίησε πραγματικές λέξεις όπως "άνθρακας" και "πυρηνικός" και δεν κρύφτηκε πίσω από τις γενικότητες του τι μπορεί ή δεν μπορεί να είναι βιώσιμο ή ανανεώσιμο, και είναι σαφές ότι θα συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στα ορυκτά καύσιμα για τις επόμενες γενιές.Ich habe das Wort "ehrlich" bewusst gewählt, da Herr Reul mit realitätsnahen Begriffen wie "Kohle" und "nuklear" arbeitet und sich nicht hinter allgemeinen Aussagen, was nachhaltig oder erneuerbar sein könnte oder auch nicht, versteckt. Es steht außer Frage, dass auch die nachfolgenden Generationen noch fossile Brennstoffe verwenden werden.

Übersetzung bestätigt

Σε άλλες βιομηχανίες συμβαίνουν πολύ χειρότερα περιστατικά και όμως δεν μας απασχολούν στον ίδιο βαθμό που μας απασχολεί οτιδήποτε έχει να κάνει με τη λέξη "πυρηνικός».Andere Industriezweige haben viel schlimmere Fälle von Schwierigkeiten aufzuweisen, die viel weniger Aufmerksamkeit erregen als alles, was mit dem Wort "nuklear" zu tun hat.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • πυρηνικός (maskulin)
  • πυρηνική (feminin)
  • πυρηνικό (neutrum)


Griechische Definition zu πυρηνικός -ή -ό

πυρηνικός -ή -ό [pirinikós] : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου ή που έχει σχέση με αυτόν· (πρβ. ατομικός): Πυρηνική φυσι κή / χημεία. Πυρηνικές επιστήμες. πυρηνικός -ή -ό επιστήμονας. || με αναφορά στη διάσπαση του πυρήνα: Ένας πυρηνικός -ή -ό αντιδραστήρας. Πυρηνική αντίδραση / σχά ση / σύντηξη / έκρηξη. α. που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα: Πυρηνική ενέργεια. Πυρηνικά καύσιμα / απόβλητα. Πυρηνική βόμβα. β. που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια, με ενέργεια που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου: Πυρηνικά όπλα. Πυρηνική κεφα λή. || πυρηνοκίνητος: Πυρηνικό εργοστάσιο / υποβρύχιο. γ. που έχει σχέ ση με τα πυρηνικά όπλα: Πυρηνικές δοκιμές / εκρήξεις. Πυρηνικοί εξοπλισμοί. Πυρηνική δύναμη, κράτος που διαθέτει πυρηνικά όπλα. πυρηνικός -ή -ό πόλεμος. πυρηνικός -ή -ό χειμώνας, μεγάλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από πυρηνικές εκρήξεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback