πρωί altgriechisch πρῴ και πρωΐ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το πρωί φωτίζεται με απαλό φως που αποτελεί έναυσμα για την εναπόθεση των αβγών. | Am Morgen wird ein schwaches Licht eingeschaltet, welches das Laichen in Gang setzen wird. Übersetzung bestätigt |
Οι μέλισσες επιλενονται το πρωί της ίδιας ημέρας κατά την οποία θα γίνει η δοκιμασία ή το βράδυ της προηγούμενης και φυλάσσονται στις συνθήκες της δοκιμασίας μέχρι την επομένη. | Sie könnten am Morgen der Verwendung oder am Abend vor der Prüfung gesammelt und bis zum nächsten Tag unter Prüfbedingungen gehalten werden. Übersetzung bestätigt |
Τα ζωντανά νεογνά θα πρέπει να μετρηθούν και οι ομάδες των νεογνών που γεννήθηκαν από την ίδια μητέρα να ζυγιστούν το επόμενο πρωί μετά τη γέννησή τους, καθώς επίσης την τέταρτη και έβδομη ημέρα, και μετέπειτα κάθε εβδομάδα μέχρι το τέλος της μελέτης, οπότε τα ζώα πρέπει να ζυγίζονται χωριστά. | Die lebend geborenen Jungtiere werden gezählt und der gesamte Wurf und die einzelnen Tiere am Morgen nach der Geburt, an den Tagen 4 und 7 und anschließend in wöchentlichen Abständen gewogen. Übersetzung bestätigt |
Κάθε πρωί, τα θηλυκά πρέπει να εξετάζονται για την παρουσία σπέρματος ή βύσματος από πηγμένο σπέρμα μέσα στον κόλπο. | Jeden Morgen werden die weiblichen Tiere auf Sperma oder Vaginalpfröpfe untersucht. Übersetzung bestätigt |
Δεδομένου ότι η συμπληρωματική διατροφή μπορεί να οδηγήσει σε προτιμήσεις για να εξασφαλιστεί η ισορροπημένη δίαιτα των ζώων συνιστάται να προσφέρεται η συνήθης τροφή το πρωί, όταν τα ζώα πεινούν και δεν έχουν εναλλακτικές δυνατότητες. | Da die Fütterung, die zur Anreicherung der Umgebung dient, Vorlieben schafft und um eine ausgewogene Ernährung der Tiere zu gewährleisten, empfiehlt sich die Ausgabe des Standardfutters früh am Morgen, wenn die Tiere hungrig sind und keine Alternativen haben. Übersetzung bestätigt |
Noch keine Grammatik zu πρωί.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Vormittag | die Vormittage |
Genitiv | des Vormittags des Vormittages | der Vormittage |
Dativ | dem Vormittag | den Vormittagen |
Akkusativ | den Vormittag | die Vormittage |
πρωί το [proí] Ο γεν. πρωινού, πληθ. πρωινά, γεν. πρωινών· (βλ. και πρωινό) : α. το χρονικό διάστημα που αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και τελειώνει λίγες ώρες αργότερα: Ένα ζεστό / ήσυχο πρωί, πρωινό. Θα ξεκινήσουμε το πρωί και θα φτάσουμε το μεσημέρι. Tα πρωινά της Kυριακής ξυπνάω αργά. || (για τις μεταμεσονύχτιες και τις πρωινές ώρες): Στις δύο / τρεις / οκτώ το πρωί, προ μεσημβρίας (π.μ.). β. το τμήμα της ημέρας, από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι: Δουλεύω όλο το πρωί. Θα έρθω αύριο το πρωί. Aύριο θα έχω το πρωί μου ελεύθερο, πρωινό. Έχω τα πρωινά μου ελεύθερα. Δουλειά ενός πρωινού. ΠAΡ H καλή μέρα* απ΄ το πρωί φαίνεται. γ. η διάρκεια του πρωινού. (έκφρ.) πρωί βράδυ*. από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί, συνεχώς, όλο το εικοσιτετράωρο. || (ως επίρρ.) κατά τις πρώτες πρωινές ώρες: Θα ξεκινήσουμε πρωί, πριν σηκωθεί ψηλά ο ήλιος. Είναι πολύ πρωί ακόμα. Δουλεύει πρωί. πρωί βράδυ / πρωί απόγευμα, για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται δύο φορές την ημέρα, στο αντίστοιχο διάστημα. (έκφρ.) πρωί πρωί, πολύ πρωί: Ξύπνησα πρωί πρωί. Πού πας πρωί πρωί;
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.