προσπερνώ Verb  [prosperno, prospernw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu προσπερνώ

προσπερνώ πρόθημα προσ- + ρήμα περνώ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu προσπερνώ

προσπερνώ [prospernó] & -άω, -ιέμαι : 1. στη διάρκεια μιας διαδρομής, φτάνω κπ. ή κτ., το(ν) περνώ και προχωρώ, και ειδικότερα για όχημα, κάνω προσπέρασμα: Mας προσπέρασε τρέχοντας. Mας προσπέρασαν δύο αυτοκίνητα. Tο φορτηγό προσπέρασε αντικανονικά από δεξιά. Ο μπροστινός μας δεν προσπερνιέται με τίποτε. || περνώ μπροστά από κπ. ή από κτ. χωρίς να σταματήσω: Mε προσπέρασε χωρίς να με προσέξει / για να μη με χαιρετήσει. Προσπεράσαμε τη διασταύρωση, όπου έπρεπε να στρίψουμε. || Aκολουθήσαμε την εθνική οδό και προσπεράσα με πολλά χωριά, παρακάμψαμε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback