προοδεύω Verb  [proodevo, proothevo, proodeyw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu προοδεύω

προοδεύω altgriechisch προοδεύω πρόοδος πρό + ὁδός ((Lehnübersetzung) französisch progresser)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προοδεύω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προοδεύωπροοδεύουμε, προοδεύομε
προοδεύειςπροοδεύετε
προοδεύειπροοδεύουν(ε)
Imper
fekt
προόδευαπροοδεύαμε
προόδευεςπροοδεύατε
προόδευεπροόδευαν, προοδεύαν(ε)
Aoristπροόδευσα, προόδεψαπροοδεύσαμε, προοδέψαμε
προόδευσες, προόδεψεςπροοδεύσατε, προοδέψατε
προόδευσε, προόδεψεπροόδευσαν, προοδεύσαν(ε)
προόδεψαν, προοδέψαν(ε)
Per
fekt
έχω προοδεύσει
έχω προοδέψει
έχουμε προοδεύσει
έχουμε προοδέψει
έχεις προοδεύσει
έχεις προοδέψει
έχετε προοδεύσει
έχετε προοδέψει
έχει προοδεύσει
έχει προοδέψει
έχουν προοδεύσει
έχουν προοδέψει
Plu
per
fekt
είχα προοδεύσει
είχα προοδέψει
είχαμε προοδεύσει
είχαμε προοδέψει
είχες προοδεύσει
είχες προοδέψει
είχατε προοδεύσει
είχατε προοδέψει
είχε προοδεύσει
είχε προοδέψει
είχαν προοδεύσει
είχαν προοδέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προοδεύωθα προοδεύουμε, θα προοδεύομε
θα προοδεύειςθα προοδεύετε
θα προοδεύειθα προοδεύουν(ε)
Fut
ur
θα προοδεύσω, θα προοδέψωθα προοδεύσουμε, θα προοδεύσομε
θα προοδέψουμε, θα προοδέψομε
θα προοδεύσεις, θα προοδέψειςθα προοδεύσετε, θα προοδέψετε
θα προοδεύσει, θα προοδέψειθα προοδεύσουν(ε), θα προοδέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προοδεύσει
θα έχω προοδέψει
θα έχουμε προοδεύσει
θα έχουμε προοδέψει
θα έχεις προοδεύσει
θα έχεις προοδέψει
θα έχετε προοδεύσει
θα έχετε προοδέψει
θα έχει προοδεύσει
θα έχει προοδέψει
θα έχουν προοδεύσει
θα έχουν προοδέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προοδεύωνα προοδεύουμε, να προοδεύομε
να προοδεύειςνα προοδεύετε
να προοδεύεινα προοδεύουν(ε)
Aoristνα προοδεύσω, να προοδέψωνα προοδεύσουμε, να προοδεύσομε
να προοδέψουμε, να προοδέψομε
να προοδεύσεις, να προοδέψειςνα προοδεύσετε, να προοδέψετε
να προοδεύσει, να προοδέψεινα προοδεύσουν(ε), να προοδέψουν(ε)
Perfνα έχω προοδεύσει
να έχω προοδέψει
να έχουμε προοδεύσει
να έχουμε προοδέψει
να έχεις προοδεύσει
να έχεις προοδέψει
να έχετε προοδεύσει
να έχετε προοδέψει
να έχει προοδεύσει
να έχει προοδέψει
να έχουν προοδεύσει
να έχουν προοδέψει
Imper
ativ
Presπροόδευεπροοδεύετε
Aoristπροόδευσε, προόδεψεπροοδεύστε, προοδεύσετε
προοδέψτε, προοδέψετε
Part
izip
Presπροοδεύοντας
Perfέχοντας προοδεύσει, έχοντας προοδέψει
InfinAoristπροοδεύσει, προοδέψει



Griechische Definition zu προοδεύω

προοδεύω [prooδévo] .1α μππ. προοδευμένος : προχωρώ προς τα εμπρός, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι θετικά, προς το καλύτερο: H χώρα προοδεύει οικονομικά. Οι επιστήμες και η τεχνολογία προόδευσαν πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο φοιτητής προοδεύει στις σπουδές του. Kράτη με προοδευμένες οικονομίες.

[λόγ. < αρχ. προοδεύω `περπατώ μπροστά΄ σημδ. γαλλ. progresser]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback