προδίδω Verb  [prodido, prothitho, prodidw]

  Verb
(10)
  Verb
(1)

Etymologie zu προδίδω

προδίδω altgriechisch προδίδωμι


GriechischDeutsch
Τώρα θα μου πεις ότι προδίδω τη Γαλλία!Gleich wirfst du mir noch vor, Frankreich zu verraten.

Übersetzung nicht bestätigt

Λοιπόν, προδίδεις τους θεούς σου, όπως εγώ προδίδω τον δικό μου;Dann hast du deine Götter verraten, so wie ich die meinen?

Übersetzung nicht bestätigt

H δουλειά μου είναι να προδίδω τους γύρω μου.Mein Job ist es, die Menschen in meiner Nähe zu verraten.

Übersetzung nicht bestätigt

Για να επιβιώσω... πρέπει να προδίδω άλλους.Um zu überleben, muss ich die Menschen in meiner Nähe verraten.

Übersetzung nicht bestätigt

Έτσι δεν προδίδω κανέναν.Also habe ich auch niemanden verraten.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προδίδω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προδίδω, prodino">προδίνωπροδίδουμε, προδίδομεπροδίδομαιπροδιδόμαστε
προδίδειςπροδίδετεπροδίδεσαιπροδίδεστε, προδιδόσαστε
προδίδειπροδίδουν(ε)προδίδεταιπροδίδονται
Imper
fekt
πρόδιδαπροδίδαμεπροδιδόμουν(α)προδιδόμαστε
πρόδιδεςπροδίδατεπροδιδόσουν(α)προδιδόσαστε
πρόδιδεπρόδιδαν, προδίδαν(ε)προδιδόταν(ε)προδίδονταν
Aoristπρόδωσαπροδώσαμεπροδόθηκαπροδοθήκαμε
πρόδωσεςπροδώσατεπροδόθηκεςπροδοθήκατε
πρόδωσεπρόδωσαν, προδώσαν(ε)προδόθηκεπροδόθηκαν, προδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προδώσειέχουμε προδώσειέχω προδοθεί
(είμαι προδομένος, -η)
έχουμε προδοθεί
(είμαστε προδομένοι, -ες)
έχεις προδώσειέχετε προδώσειέχεις προδοθεί
(είσαι προδομένος, -η)
έχετε προδοθεί
(είστε προδομένοι, -ες)
έχει προδώσειέχουν προδώσειέχει προδοθεί
(είναι προδομένος, -η, -ο)
έχουν προδοθεί
(είναι προδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα προδώσειείχαμε προδώσειείχα προδοθεί
(ήμουν προδομένος, -η)
είχαμε προδοθεί
(ήμαστε προδομένοι, -ες)
είχες προδώσειείχατε προδώσειείχες προδοθεί
(ήσουν προδομένος, -η)
είχατε προδοθεί
(ήσαστε προδομένοι, -ες)
είχε προδώσειείχαν προδώσειείχε προδοθεί
(ήταν προδομένος, -η, -ο)
είχαν προδοθεί
(ήταν προδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προδίδωθα προδίδουμε, θα προδίδομεθα προδίδομαιθα προδιδόμαστε
θα προδίδειςθα προδίδετεθα προδίδεσαιθα προδίδεστε, θα προδιδόσαστε
θα προδίδειθα προδίδουν(ε)θα προδίδεταιθα προδίδονται
Fut
ur
θα προδώσωθα προδώσουμε, θα προδώσομεθα προδοθώθα προδοθούμε
θα προδώσειςθα προδώσετεθα προδοθείςθα προδοθείτε
θα προδώσειθα προδώσουν(ε)θα προδοθείθα προδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προδώσειθα έχουμε προδώσειθα έχω προδοθεί
(θα είμαι προδομένος, -η)
θα έχουμε προδοθεί
(θα είμαστε προδομένοι, -ες)
θα έχεις προδώσειθα έχετε προδώσειθα έχεις προδοθεί
(θα είσαι προδομένος, -η)
θα έχετε προδοθεί
(θα είστε προδομένοι, -ες)
θα έχει προδώσειθα έχουν προδώσειθα έχει προδοθεί
(θα είναι προδομένος, -η, -ο)
θα έχουν προδοθεί
(θα είναι προδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προδίδωνα προδίδουμε, να προδίδομενα προδίδομαινα προδιδόμαστε
να προδίδειςνα προδίδετενα προδίδεσαινα προδίδεστε, να προδιδόσαστε
να προδίδεινα προδίδουν(ε)να προδίδεταινα προδίδονται
Aoristνα προδώσωνα προδώσουμε, να προδώσομενα προδοθώνα προδοθούμε
να προδώσειςνα προδώσετενα προδοθείςνα προδοθείτε
να προδώσεινα προδώσουν(ε)να προδοθείνα προδοθούν(ε)
Perfνα έχω προδώσεινα έχουμε προδώσεινα έχω προδοθεί
(να είμαι προδομένος, -η)
να έχουμε προδοθεί
(να είμαστε προδομένοι, -ες)
να έχεις προδώσεινα έχετε προδώσεινα έχεις προδοθεί
(να είσαι προδομένος, -η)
να έχετε προδοθεί
(να είστε προδομένοι, -ες)
να έχει προδώσεινα έχουν προδώσεινα έχει προδοθεί
(να είναι προδομένος, -η, -ο)
να έχουν προδοθεί
(να είναι προδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presπρόδιδεπροδίδετεπροδίδεστε
Aoristπρόδωσεπροδώστε, προδώσετεπροδώσουπροδοθείτε
Part
izip
Presπροδίδονταςπροδιδόμενος
Perfέχοντας προδώσειπροδομένος, -η, -οπροδομένοι, -ες, -α
InfinAoristπροδώσειπροδοθεί







Griechische Definition zu προδίδω

προδίδω [proδíδo] -ομαι & προδίνω [proδíno] -ομαι Ρ αόρ. πρόδωσα, απαρέμφ. προδώσει, παθ. αόρ. προδόθηκα, απαρέμφ. προδοθεί, μππ. προδομένος : 1α. παραβαίνω, αθετώ μια (ηθική) υποχρέωση, δέσμευση, αρχή κτλ.· δεν ανταποκρίνομαι σε ελπίδες, σε προσδοκίες κτλ., διαψεύδω, εξαπατώ: Πρόδωσε τον όρκο / τη φιλία / τον έρωτα / τις αρχές του. Πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του λαού. Aισθάνθηκαν προδομένοι. Tο εγχειρί διο είναι γραμμένο απλά χωρίς όμως να προδίδει το επιστημονικό πνεύ μα. β. (ειδικότ.) β1. κάνω ενέργειες, πράξεις (αποκαλύπτω μυστικά, δίνω πληροφορίες κτλ.), που βλάπτουν την πατρίδα μου προς όφελος εχθρών ή αντιπάλων: Kαταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί πρόδωσε την πατρίδα του. β2. καταδίδω, παραδίδω κπ. σε εχθρό, σε αντίπαλο: H αντιστασιακή οργάνωση προδόθηκε στους Γερμανούς. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback