πολλαπλασιαστής (Lehnübersetzung) französisch multiplicateur ρήμα multiplier πολλαπλασιάζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«νόμιμος πολλαπλασιαστής» σημαίνει το σχετικό αριθμό που ο υπουργός δύναται κατά καιρούς να καθορίζει με υπουργικές αποφάσεις. | „der vorgeschriebene Multiplikator“ den Faktor, den der Secretary of State von Zeit zu Zeit per Anordnung vorschreiben kann. Übersetzung bestätigt |
Οι πολλαπλασιαστές πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR multipliers ή CCRM) για τις διάφορες κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων παρατίθενται κατωτέρω στον Πίνακα 5:Πίνακας 5 | Für die verschiedenen Kategorien von Hedgingsätzen werden gemäß Tabelle 5 folgende CCR-Multiplikatoren (CCRM) festgelegt:Tabelle 5: Übersetzung bestätigt |
CCRMj = πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) του Πίνακα 5 σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j· | CCRMj = CCR-Multiplikator für Hedging-Satz j nach Tabelle 5; Übersetzung bestätigt |
Στους εν λόγω πολλαπλασιαστές λαμβάνεται υπόψη η σημαντική διαφορά μεγέθους και συνολικών πόρων μεταξύ των δύο επιχειρήσεων και των άλλων αποδεκτριών της παρούσας απόφασης. | Diese Multiplikatoren tragen den beachtlichen Unterschieden in punkto Größe und Gesamtressourcen zwischen diesen beiden Unternehmen und den übrigen Adressaten dieser Entscheidung Rechnung. Übersetzung bestätigt |
Η ECP υποστηρίζει επίσης ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί ένας πολλαπλασιαστής 2,5 για να καταμετρηθεί το θετικό συνολικό αποτέλεσμα για τη Γαλλική Πολυνησία. | Darüber hinaus betont ECP, dass ein Multiplikator von 2,5 zum Ansatz kommen müsse, um den positiven Gesamteffekt für Französisch-Polynesien messen zu können. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Vorwiderstand |
Verstärker |
Multiplikator |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Multiplikator | die Multiplikatoren |
Genitiv | des Multiplikators | der Multiplikatoren |
Dativ | dem Multiplikator | den Multiplikatoren |
Akkusativ | den Multiplikator | die Multiplikatoren |
πολλαπλασιαστής ο [polaplasiastís] : που πολλαπλασιάζει, αυξάνει κατά πολύ κτ. I. (μαθημ.) ο αριθμός επί τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός· (βλ. πολλαπλασιαστέος). ANT διαιρέτης. II. (τεχν.) εργαλείο, μηχάνημα ή μηχανισμός, που επιτυγχάνει μεγάλη αύξηση μιας ενέργειας (ηλεκτρικής, μηχανικής κτλ.): Στο αυτοκίνητο, ο πολλαπλασιαστής είναι ένα πηνίο, που μετασχηματίζει το ρεύμα χαμηλής τάσης σε άλλο με πολύ μεγαλύτερη. πολλαπλασιαστής ηλεκτρονίων / συχνότητας / ταχύτητας / τάσης. III. (οικον.) αριθμός που εκφράζει τις επιπτώσεις που έχουν στο εθνικό εισόδημα οι αυξήσεις ή οι μειώσεις των επενδύσεων: πολλαπλασιαστής απασχολήσεως.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.