| Griechisch | Deutsch |
|---|---|
| αναγνωρίζοντας ότι η διεθνής συνεργασία όλων των κρατών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας, είναι αναγκαία ώστε να μην μπορούν οι δράστες των εγκλημάτων αυτών να εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι ο ποινικός χαρακτηρισμός των ενεργειών τους διαφέρει ανά τα κράτη μέλη και να μετακινούνται από το ένα στο άλλο αποφεύγοντας τις ποινικές διώξεις ή την έκτιση ποινών, συνεχίζοντας έτσι τις δραστηριότητές τους ατιμωρητί, | in der Erkenntnis, daß die internationale Zusammenarbeit aller Staaten und zwar auch derjenigen, die von dem Phänomen des Rassismus und der Fremdenfeindlichkeit im eigenen Lande nicht betroffen sind erforderlich ist, um zu verhindern, daß die Täter sich den Umstand zunutze machen, daß rassistische und fremdenfeindliche Handlungen in den einzelnen Staaten strafrechtlich unterschiedlich eingestuft werden, und den Staat wechseln, um sich der Strafverfolgung oder der Urteilsvollstreckung zu entziehen und so ungestraft weitere derartige Handlungen zu begehen, Übersetzung bestätigt |
| Griechische Synonyme |
|---|
| Noch keine Synonyme |
| Ähnliche Bedeutung |
|---|
| Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
| Ähnliche Wörter |
|---|
| Noch keine ähnlichen Wörter |
| Deutsche Synonyme |
|---|
strafrechtlich |
das Strafrecht betreffend |
pönal |
ποινικός -ή -ό [pinikós] : που αναφέρεται στην ποινή και ειδικότερα σε αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια: Ποινικά αδικήματα / δικαστήρια. ποινικός -ή -ό νόμος / κώδικας, σύνολο διατάξεων που επιβάλλουν ποινές. Ποινική δικονομία, σύνολο νομικών κανόνων, που ρυθμίζουν τον τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. ποινικός -ή -ό (κρατούμενος), που έχει καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα. Ποινική ρήτρα, χρηματικό πρόστιμο που καθορίζεται από την αρχή σε μια σύμβαση για την περίπτωση παράβασής της. Ποινικό μητρώο, ειδικό δελτίο στο οποίο αναγράφεται το ποινικό παρελθόν του πολίτη: Λευκό / βεβαρυμένο / πλούσιο ποινικό μητρώο. Ποινική δίωξη / αγωγή, που ασκείται εκ μέρους της πολιτείας: Aυτεπάγγελτη ποινική δίωξη. Ποινική ευθύνη, η ευθύνη που αποδίδεται σε κπ. για εγκληματικές πράξεις. Ποινικό δίκαιο, που καθορίζει τις αξιόποινες πράξεις και τις επιβαλλόμενες ποινές. || (ως ουσ.) το Ποινικό, το ποινικό δίκαιο καθώς και το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο της Nομικής.
VerbkonjugationAuf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
RechtschreibprüfungMit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Vorleser und LautschriftLerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
VokabeltrainerErweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.