πηνίο altgriechisch πηνίον
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η σφαίρα εξαναγκάζεται να στροβιλίζεται υπό την επενέργεια περιστρεφόμενων πεδίων που παράγονται από πηνία. | Die Kugel wird durch über die Spulen erzeugte Drehfelder zum Rotieren gebracht. Übersetzung bestätigt |
Συναρμολόγηση για σωληνωτή καθοδική λυχνία, για τη ρύθμιση της ευκρίνειας ή/και της σύγκλισης της εικόνας, με 2 ή περισσότερα, αλλά που δεν υπερβαίνουν τα 6, πηνία, ένα πλαστικό υπόθεμα και ένα μεταλλικό δακτύλιο στερέωσης | Vorrichtung zur Schärfeund/oder Konvergenzeinstellung für Kathodenstrahlröhren, mit nicht weniger als zwei und nicht mehr als sechs Spulen, einem Kunststoffträger und einem Metallring zur Befestigung Übersetzung bestätigt |
Στρεφόμενος μετατροπέας, με πυρήνα από φερρίτη, που διαθέτει πηνία με 2 ή 6 περιελίξεις διαμέτρου 0,1 mm, συνδεδεμένος σε εύκαμπτο τυπωμένο κύκλωμα | Rotierende Umformer mit einem Ferritkern, mit Spulen von zwei oder sechs Windungen und einem Durchmesser von 0,1 mm, verbunden mit einer biegsamen gedruckten Schaltung Übersetzung bestätigt |
Μαγνητόφωνα και άλλες συσκευές εγγραφής του ήχου, εκτός από εκείνα που χρησιμοποιούν μαγνητικές ταινίες σε πηνία, που επιτρέπουν την εγγραφή ή την αναπαραγωγή του ήχου, είτε με μόνη ταχύτητα αυτήν των 19 cm/s είτε με περισσότερες ταχύτητες, από τις οποίες η ταχύτητα των 19 cm/s συνοδεύεται αποκλειστικά από μικρότερες ταχύτητες | Magnetbandgeräte und andere Tonaufnahmegeräte, andere als für Magnetbänder auf Spulen, mit entweder nur einer Bandlaufgeschwindigkeit von 19 cm/s oder mit dieser und anderen niedrigeren Bandlaufgeschwindigkeiten Übersetzung bestätigt |
Μελανοταινίες για γραφομηχανές και παρόμοιες μελανοταινίες, με μελάνη ή αλλιώς κατασκευασμένες για την αποτύπωση, έστω και τυλιγμένες σε πηνία ή κασέτες | Bänder für Schreibmaschinen und ähnl. Bänder, mit Tinte oder anders für Abdrucke präpariert, auch in Spulen oder in Kassetten Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
σπείρα |
έλικα |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
πηνίο το [pinío] : (ηλεκτρολ.) ηλεκτρικό στοιχείο που αποτελείται από ένα λεπτό, μονωμένο αγωγό (συνήθ. από χάλκινο σύρμα), τυλιγμένο συνήθ. ελικοειδώς (συχνά γύρω από ένα μεταλλικό πυρήνα) και που χρησιμοποιείται για να δημιουργεί μαγνητικό πεδίο κατά τη διέλευση του ρεύματος: Πεπλατυσμένο / σωληνοειδές / κυψελοειδές πηνίο. Επαγωγικό / ραδιοηλεκτρικό πηνίο. πηνίο εστιάσεων / ταλαντώσεως.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.