{το}  πηνίο Subst.  [pinio, phnio]

{die}    Subst.
(91)

Etymologie zu πηνίο

πηνίο altgriechisch πηνίον


GriechischDeutsch
Η σφαίρα εξαναγκάζεται να στροβιλίζεται υπό την επενέργεια περιστρεφόμενων πεδίων που παράγονται από πηνία.Die Kugel wird durch über die Spulen erzeugte Drehfelder zum Rotieren gebracht.

Übersetzung bestätigt

Συναρμολόγηση για σωληνωτή καθοδική λυχνία, για τη ρύθμιση της ευκρίνειας ή/και της σύγκλισης της εικόνας, με 2 ή περισσότερα, αλλά που δεν υπερβαίνουν τα 6, πηνία, ένα πλαστικό υπόθεμα και ένα μεταλλικό δακτύλιο στερέωσηςVorrichtung zur Schärfeund/oder Konvergenzeinstellung für Kathodenstrahlröhren, mit nicht weniger als zwei und nicht mehr als sechs Spulen, einem Kunststoffträger und einem Metallring zur Befestigung

Übersetzung bestätigt

Στρεφόμενος μετατροπέας, με πυρήνα από φερρίτη, που διαθέτει πηνία με 2 ή 6 περιελίξεις διαμέτρου 0,1 mm, συνδεδεμένος σε εύκαμπτο τυπωμένο κύκλωμαRotierende Umformer mit einem Ferritkern, mit Spulen von zwei oder sechs Windungen und einem Durchmesser von 0,1 mm, verbunden mit einer biegsamen gedruckten Schaltung

Übersetzung bestätigt

Μαγνητόφωνα και άλλες συσκευές εγγραφής του ήχου, εκτός από εκείνα που χρησιμοποιούν μαγνητικές ταινίες σε πηνία, που επιτρέπουν την εγγραφή ή την αναπαραγωγή του ήχου, είτε με μόνη ταχύτητα αυτήν των 19 cm/s είτε με περισσότερες ταχύτητες, από τις οποίες η ταχύτητα των 19 cm/s συνοδεύεται αποκλειστικά από μικρότερες ταχύτητεςMagnetbandgeräte und andere Tonaufnahmegeräte, andere als für Magnetbänder auf Spulen, mit entweder nur einer Bandlaufgeschwindigkeit von 19 cm/s oder mit dieser und anderen niedrigeren Bandlaufgeschwindigkeiten

Übersetzung bestätigt

Μελανοταινίες για γραφομηχανές και παρόμοιες μελανοταινίες, με μελάνη ή αλλιώς κατασκευασμένες για την αποτύπωση, έστω και τυλιγμένες σε πηνία ή κασέτεςBänder für Schreibmaschinen und ähnl. Bänder, mit Tinte oder anders für Abdrucke präpariert, auch in Spulen oder in Kassetten

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
σπείρα
έλικα
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Spule
Wendel
Wicklung



Griechische Definition zu πηνίο

πηνίο το [pinío] : (ηλεκτρολ.) ηλεκτρικό στοιχείο που αποτελείται από ένα λεπτό, μονωμένο αγωγό (συνήθ. από χάλκινο σύρμα), τυλιγμένο συνήθ. ελικοειδώς (συχνά γύρω από ένα μεταλλικό πυρήνα) και που χρησιμοποιείται για να δημιουργεί μαγνητικό πεδίο κατά τη διέλευση του ρεύματος: Πεπλατυσμένο / σωληνοειδές / κυψελοειδές πηνίο. Επαγωγικό / ραδιοηλεκτρικό πηνίο. πηνίο εστιάσεων / ταλαντώσεως.

[λόγ. < αρχ. πηνίον `καρούλι, κουβαρίστρα΄ σημδ. γαλλ. bobine]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback