πετσί mittelgriechisch πετσίν italienisch pezzo (κομμάτι)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
πετσί το [petsí] : (προφ.) 1. δέρμα ανθρώπου ή κατεργασμένο δέρμα ζώου. (έκφρ.) (είμαι / γίνομαι) πετσί και κόκαλο*. σηκώνεται το πετσί κάποιου, για συναισθήματα τρόμου, φρίκης, αηδίας, δυσάρεστης έκπληξης κτλ. σώζω το πετσί μου, σε συνθήκες κινδύνου, φροντίζω αποκλειστικά για τη δική μου διάσωση. δεν μπορεί να βγει από το πετσί του, δεν μπορεί να αλλάξει. μπήκε στο πετσί μας, για κτ. το οποίο έχει γίνει δεύτερη φύση μας. μπαίνω στο πετσί ενός ρόλου, συνήθ. για ηθοποιό που έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υποδυόμενο ήρωα, που ερμηνεύει τέλεια το ρόλο του. γνωρίζω κτ. στο πετσί μου, για δυσάρεστη εμπειρία. ΦΡ του άργασαν* το πετσί. πουλάω ακριβά το πετσί μου, υπερασπίζομαι τη ζωή μου ως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά· ΣYN ΦΡ πουλάω ακριβά το τομάρι μου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.