{το}  πετσί Subst.  [petsi]

{die}    Subst.
(78)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu πετσί

πετσί mittelgriechisch πετσίν italienisch pezzo (κομμάτι)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Wursthaut
Pelle
Haut
Kruste



Griechische Definition zu πετσί

πετσί το [petsí] : (προφ.) 1. δέρμα ανθρώπου ή κατεργασμένο δέρμα ζώου. (έκφρ.) (είμαι / γίνομαι) πετσί και κόκαλο*. σηκώνεται το πετσί κάποιου, για συναισθήματα τρόμου, φρίκης, αηδίας, δυσάρεστης έκπληξης κτλ. σώζω το πετσί μου, σε συνθήκες κινδύνου, φροντίζω αποκλειστικά για τη δική μου διάσωση. δεν μπορεί να βγει από το πετσί του, δεν μπορεί να αλλάξει. μπήκε στο πετσί μας, για κτ. το οποίο έχει γίνει δεύτερη φύση μας. μπαίνω στο πετσί ενός ρόλου, συνήθ. για ηθοποιό που έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υποδυόμενο ήρωα, που ερμηνεύει τέλεια το ρόλο του. γνωρίζω κτ. στο πετσί μου, για δυσάρεστη εμπειρία. ΦΡ του άργασαν* το πετσί. πουλάω ακριβά το πετσί μου, υπερασπίζομαι τη ζωή μου ως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά· ΣYN ΦΡ πουλάω ακριβά το τομάρι μου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback