παραδίνω Verb  [paradino, parathino, paradinw]

  Verb
(1)

Etymologie zu παραδίνω

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ˈði.nɔ/


GriechischDeutsch
Χωρίς καθυστέρηση, σας παραδίνω τον αιδεσιμότατο Λέστερ Λόου.Ohne große Vorrede würde ich gerne an Pfarrer Lester Lowe übergeben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu παραδίνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραδίνω, paradido">παραδίδωπαραδίνουμε, παραδίνομεπαραδίνομαιπαραδινόμαστε
παραδίνειςπαραδίνετεπαραδίνεσαιπαραδίνεστε, παραδινόσαστε
παραδίνειπαραδίνουν(ε)παραδίνεταιπαραδίνονται
Imper
fekt
παρέδιναπαραδίναμεπαραδινόμουν(α)παραδινόμαστε, παραδινόμασταν
παρέδινεςπαραδίνατεπαραδινόσουν(α)παραδινόσαστε, παραδινόσασταν
παρέδινεπαρέδιναν, παραδίναν(ε)παραδινόταν(ε)παραδίνονταν, παραδινόντανε, παραδινόντουσαν
Aoristπαρέδωσα, παράδωσαπαραδώσαμεπαραδόθηκαπαραδοθήκαμε
παρέδωσες, παράδωσεςπαραδώσατεπαραδόθηκεςπαραδοθήκατε
παρέδωσε, παράδωσεπαρέδωσαν, παραδώσαν(ε)παραδόθηκεπαραδόθηκαν, παραδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραδώσει
(έχω παραδομένο)
έχουμε παραδώσει
(έχουμε παραδομένο)
έχω παραδοθεί
(είμαι παραδομένος, -η)
έχουμε παραδοθεί
(είμαστε παραδομένοι, -ες)
έχεις παραδώσει
(έχεις παραδομένο)
έχετε παραδώσει
(έχετε παραδομένο)
έχεις παραδοθεί
(είσαι παραδομένος, -η)
έχετε παραδοθεί
(είστε παραδομένοι, -ες)
έχει παραδώσει
(έχει παραδομένο)
έχουν παραδώσει
(έχουν παραδομένο)
έχει παραδοθεί
(είναι παραδομένος, -η, -ο)
έχουν παραδοθεί
(είναι παραδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα παραδώσει
(είχα παραδομένο)
είχαμε παραδώσει
(είχαμε παραδομένο)
είχα παραδοθεί
(ήμουν παραδομένος, -η)
είχαμε παραδοθεί
(ήμαστε παραδομένοι, -ες)
είχες παραδώσει
(είχες παραδομένο)
είχατε παραδώσει
(είχατε παραδομένο)
είχες παραδοθεί
(ήσουν παραδομένος, -η)
είχατε παραδοθεί
(ήσαστε παραδομένοι, -ες)
είχε παραδώσει
(είχε παραδομένο)
είχαν παραδώσει
(είχαν παραδομένο)
είχε παραδοθεί
(ήταν παραδομένος, -η, -ο)
είχαν παραδοθεί
(ήταν παραδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραδίνωθα παραδίνουμε, θα παραδίνομεθα παραδίνομαιθα παραδινόμαστε
θα παραδίνειςθα παραδίνετεθα παραδίνεσαιθα παραδίνεστε, θα παραδινόσαστε
θα παραδίνειθα παραδίνουν(ε)θα παραδίνεταιθα παραδίνονται
Fut
ur
θα παραδώσωθα παραδώσουμε, θα παραδώσομεθα παραδοθώθα παραδοθούμε
θα παραδώσειςθα παραδώσετεθα παραδοθείςθα παραδοθείτε
θα παραδώσειθα παραδώσουν(ε)θα παραδοθείθα παραδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραδώσει
(θα έχω παραδομένο)
θα έχουμε παραδώσει
(θα έχουμε παραδομένο)
θα έχω παραδοθεί
(θα είμαι παραδομένος, -η)
θα έχουμε παραδοθεί
(θα είμαστε παραδομένοι, -ες)
θα έχεις παραδώσει
(θα έχεις παραδομένο)
θα έχετε παραδώσει
(θα έχετε παραδομένο)
θα έχεις παραδοθεί
(θα είσαι παραδομένος, -η)
θα έχετε παραδοθεί
(θα είστε παραδομένοι, -ες)
θα έχει παραδώσει
(θα έχει παραδομένο)
θα έχουν παραδώσει
(θα έχουν παραδομένο)
θα έχει παραδοθεί
(θα είναι παραδομένος, -η, -ο)
θα έχουν παραδοθεί
(θα είναι παραδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραδίνωνα παραδίνουμε, να παραδίνομενα παραδίνομαινα παραδινόμαστε
να παραδίνειςνα παραδίνετενα παραδίνεσαινα παραδίνεστε, να παραδινόσαστε
να παραδίνεινα παραδίνουν(ε)να παραδίνεταινα παραδίνονται
Aoristνα παραδώσωνα παραδώσουμε, να παραδώσομενα παραδοθώνα παραδοθούμε
να παραδώσειςνα παραδώσετενα παραδοθείςνα παραδοθείτε
να παραδώσεινα παραδώσουν(ε)να παραδοθείνα παραδοθούν(ε)
Perfνα έχω παραδώσει
(να έχω παραδομένο)
να έχουμε παραδώσει
(να έχουμε παραδομένο)
να έχω παραδοθεί
(να είμαι παραδομένος, -η)
να έχουμε παραδοθεί
(να είμαστε παραδομένοι, -ες)
να έχεις παραδώσει
(να έχεις παραδομένο)
να έχετε παραδώσει
(να έχετε παραδομένο)
να έχεις παραδοθεί
(να είσαι παραδομένος, -η)
να έχετε παραδοθεί
(να είστε παραδομένοι, -ες)
να έχει παραδώσει
(να έχει παραδομένο)
να έχουν παραδώσει
(να έχουν παραδομένο)
να έχει παραδοθεί
(να είναι παραδομένος, -η, -ο)
να έχουν παραδοθεί
(να είναι παραδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presπαράδινεπαραδίνετεπαραδίνεστε
Aoristπαράδωσεπαραδώστεπαραδώσουπαραδοθείτε
Part
izip
Presπαραδίνοντας
Perfέχοντας παραδώσει, έχοντας παραδομένοπαραδομένος, -η, -οπαραδομένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραδώσειπαραδοθεί





Griechische Definition zu παραδίνω

παραδίνω, παραδ(ι)ώ, βλ. . [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback