Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
πανελλήνιος -α -ο [panelínios] : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους γενικά τους Έλληνες ή σε όλη την Ελλάδα· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το τοπικός ή άλλο επίθετο που εμπεριέχει έννοια τοπικού περιορισμού). α. που συμμετέχουν σ΄ αυτόν άνθρωποι από όλες γενικά τις περιοχές της Ελλάδας: Πανελλήνιο συνέδριο. Πανελλήνια οργάνωση. Πανελλήνιοι αγώνες στίβου. β. που συμβαίνει, γίνεται κτλ. σε όλη γενικώς την Ελλάδα: Πανελλήνια απεργία. Πανελλήνιες εξετάσεις. Πανελλήνια έθιμα. || Πανελλήνια απήχηση. || που συμμετέχει σ΄ αυτόν το σύνολο των Ελλήνων: πανελλήνιος -α -ο εορτασμός. Πανελλήνιο πένθος. Πανελλήνια συγκίνηση. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλήνια κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα. γ. (ως ουσ.) το πανελλήνιο*.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.