πέρδικα mittelgriechisch πέρδικα altgriechisch πέρδιξ πέρδομαι[1] ή vorhellenistisch[2]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Είδη-στόχοι (π.χ. γαλοπούλες, κοτόπουλα, πέρδικες) | Zielart (etwa Puten, Hühner, Rebhühner) Übersetzung bestätigt |
είτε [Salmonella pullorum και S. gallinarum (φραγκόκοτες, ορτύκια, φασιανοί, πέρδικες και πάπιες)·] | oder [Salmonella pullorum und S. gallinarum (Perlhühner, Wachteln, Fasane, Rebhühner und Enten)] Übersetzung bestätigt |
ως «πουλερικά» νοούνται οι όρνιθες, οι γαλοπούλες, οι μελεαγρίδες (φραγκόκοτες), οι πάπιες, οι χήνες, τα ορτύκια (φασιανίδες), τα περιστέρια, οι φασιανοί, οι πέρδικες και οι στρουθιονίδες (Ratitae), που εκτρέφονται ή κρατούνται σε αιχμαλωσία με σκοπό την αναπαραγωγή τους, την παραγωγή κρέατος ή αυγών κατανάλωσης ή την ανασύσταση του πληθυσμού των θηραμάτων· | „Geflügel“: Hühner, Puten, Perlhühner, Enten, Gänse, Wachteln, Tauben, Fasane, Rebhühner und Laufvögel (Ratitae), die zu Zuchtzwecken, zur Erzeugung von Fleisch oder Konsumeiern oder zur Wiederaufstockung von Federwildbeständen in Gefangenschaft aufgezogen oder gehalten werden; Übersetzung bestätigt |
Ορολογική έρευνα σύμφωνα με το σημείο B του παραρτήματος Ι της απόφασης 2007/268/ΕΚ της Επιτροπής [1] σε εκμεταλλεύσεις κοτόπουλων κρεατοπαραγωγής (μόνον εφόσον υπάρχει κίνδυνος)/γαλοπούλων πάχυνσης/κοτόπουλων αναπαραγωγής/γαλοπούλων αναπαραγωγής/ωοτόκων ορνίθων/οωτόκων ορνίθων ελεύθερης πτερωτών θηραμάτων (όπως φασιανοί, πέρδικες, ορτύκια κ.λπ.)/«οικόσιτων σμηνών»/άλλων (σημειώστε την κατάλληλη ένδειξη) | Serologische Untersuchung gemäß Anhang I Teil B der Entscheidung 2007/268/EG der Kommission [1] in Haltungsbetrieben für Masthähnchen (nur (Fasane, Rebhühner, Wachteln (Unzutreffendes streichen) Übersetzung bestätigt |
Ορολογική έρευνα σύμφωνα με το σημείο B του παραρτήματος Ι της απόφασης 2007/268/ΕΚ της Επιτροπής [4] σε εκμεταλλεύσεις κοτόπουλων πάχυνσης (μόνον εφόσον υπάρχει κίνδυνος)/γαλοπούλων πάχυνσης/κοτόπουλων αναπαραγωγής/γαλοπούλων αναπαραγωγής/ωοτόκων ορνίθων/οωτόκων ορνίθων ελεύθερης φτερωτών θηραμάτων (φασιανοί, πέρδικες, ορτύκια ...)/«οικόσιτων σμηνών»/λοιπών [διαγράφεται η περιττή ένδειξη] | Serologische Untersuchung gemäß Anhang I Teil B der Entscheidung 2007/268/EG der Kommission [4] in Haltungsbetrieben für Masthähnchen (nur laufende (Fasane, Rebhühner, Wachteln [Unzutreffendes streichen] Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
πέρδικα η [pérδika] : πτηνό που ανήκει στα ορνιθόμορφα, με μικρό κεφάλι, μικρό και οξύ ράμφος, κοντές και στρογγυλές φτερούγες, κοντή ουρά και χαμηλά πόδια· είναι γνωστότατο θήραμα και εκλεκτό έδεσμα: H πεδινή πέρδικα. H ορεινή πέρδικα, πετροπέρδικα. || σε παρομοιαστικές εκφράσεις που επαινούν εξωτερική ομορφιά γυναίκας: Όμορφη / καμαρωτή σαν πέρδικα. Περπατεί σαν πέρδικα, καμαρωτά και χαριτωμένα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.