πάγιος -α -ο Adj.  [pagios -a -o, pajios -a -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
straff
stramm
fest

Grammatik

  • πάγιος (maskulin)
  • πάγια (feminin)
  • πάγιο (neutrum)





Griechische Definition zu πάγιος -α -ο

πάγιος -α -ο [pájios] : α.(για χρηματικό ποσό) που παραμένει σταθερός, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις και τις μεταβολές άλλων παραγόντων: Πάγια έσοδα / έξοδα. Πάγιο κεφάλαιο, από τα οικονομικά αγα θά που χρησιμοποιούνται σε μια παραγωγική διαδικασία εκείνα που δεν υφίστανται σημαντικές αλλοιώσεις (π.χ. μηχανήματα, εργαλεία κτλ.). Πάγια τιμή. Πάγιες εισφορές / δαπάνες. Πάγια τέλη. || (ως ουσ.) το πάγιο, ποσό που χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό κατανάλωσης ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος της. β. που είναι σταθερός και αμετάβλητος: Πάγια τακτική / θέση / νομοθεσία. πάγιος -α -ο στόχος. Πάγιο εκλογικό σύστημα. Πάγια νομοθεσία. Πάγιες διατάξεις. Πάγιες απόψεις. Πάγια συνήθεια. Πάγια διαδικασία. Πάγιες ρυθμίσεις. (λόγ.) παγίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: β: αρχ. πάγιος `στερεός, σταθερός΄· α: σημδ. γαλλ. consodivdé· λόγ. < αρχ. παγίως]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback