Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
πάγιος -α -ο [pájios] : α.(για χρηματικό ποσό) που παραμένει σταθερός, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις και τις μεταβολές άλλων παραγόντων: Πάγια έσοδα / έξοδα. Πάγιο κεφάλαιο, από τα οικονομικά αγα θά που χρησιμοποιούνται σε μια παραγωγική διαδικασία εκείνα που δεν υφίστανται σημαντικές αλλοιώσεις (π.χ. μηχανήματα, εργαλεία κτλ.). Πάγια τιμή. Πάγιες εισφορές / δαπάνες. Πάγια τέλη. || (ως ουσ.) το πάγιο, ποσό που χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό κατανάλωσης ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος της. β. που είναι σταθερός και αμετάβλητος: Πάγια τακτική / θέση / νομοθεσία. πάγιος -α -ο στόχος. Πάγιο εκλογικό σύστημα. Πάγια νομοθεσία. Πάγιες διατάξεις. Πάγιες απόψεις. Πάγια συνήθεια. Πάγια διαδικασία. Πάγιες ρυθμίσεις.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.