ονειρεύομαι Verb  [onirevome, oneireyomai]

  Verb
(90)
(0)

Etymologie zu ονειρεύομαι

ονειρεύομαι mittelgriechisch ὀνειρεύομαι ὄνειρ(ο) + -εύομαι altgriechisch ὄνειρος ὄναρ


GriechischDeutsch
Νόμιζα ότι ονειρεύομαι όταν τα διάβαζα αυτά, επειδή το Συμβούλιο μάς είχε διαβιβάσει, πέρυσι τον Ιούλιο, μία κοινή θέση «ντεκαφεινέ» αναφορικά με την πρόταση για τροποποίηση του κανονισμού του 1991.Ich glaubte zu träumen, als ich das las, denn der Rat hatte uns im Juli letzten Jahres einen verwässerten Gemeinsamen Standpunkt bezüglich des Vorschlags zur Änderung der Verordnung von 1991 zukommen lassen.

Übersetzung bestätigt

Αλλά αμέσως άρχισα να ονειρεύομαι να έχω έξι χρώματα.Aber dann begann ich davon zu träumen sechs Farben zu haben.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν ήξερα το TED τότε, αλλά αυτό που έκανα ήταν να κλείσω σφιχτά τα μάτια μου και να ξεκινήσω να ονειρεύομαι.Damals kannte ich TED nicht, aber ich schloss meine Augen und begann zu träumen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ονειρεύομαι

Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ονειρεύομαιονειρευόμαστε
ονειρεύεσαιονειρεύεστε, ονειρευόσαστε
ονειρεύεταιονειρεύονται
Imper
fekt
ονειρευόμουν(α)ονειρευόμαστε, ονειρευόμασταν
ονειρευόσουν(α)ονειρευόσαστε, ονειρευόσασταν
ονειρευόταν(ε)ονειρεύονταν, ονειρευόντανε, ονειρευόντουσαν
Aoristονειρεύτηκαονειρευτήκαμε
ονειρεύτηκεςονειρευτήκατε
ονειρεύτηκεονειρεύτηκαν, ονειρευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ονειρευτείέχουμε ονειρευτεί
έχεις ονειρευτείέχετε ονειρευτεί
έχει ονειρευτείέχουν ονειρευτεί
Plu
per
fekt
είχα ονειρευτείείχαμε ονειρευτεί
είχες ονειρευτείείχατε ονειρευτεί
είχε ονειρευτείείχαν ονειρευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ονειρεύομαιθα ονειρευόμαστε
θα ονειρεύεσαιθα ονειρεύεστε, θα ονειρευόσαστε
θα ονειρεύεταιθα ονειρεύονται
Fut
ur
θα ονειρευτώθα ονειρευτούμε
θα ονειρευτείςθα ονειρευτείτε
θα ονειρευτείθα ονειρευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ονειρευτείθα έχουμε ονειρευτεί
θα έχεις ονειρευτείθα έχετε ονειρευτεί
θα έχει ονειρευτείθα έχουν ονειρευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ονειρεύομαινα ονειρευόμαστε
να ονειρεύεσαινα ονειρεύεστε, να ονειρευόσαστε
να ονειρεύεταινα ονειρεύονται
Aoristνα ονειρευτώνα ονειρευτούμε
να ονειρευτείςνα ονειρευτείτε
να ονειρευτείνα ονειρευτούν(ε)
Perfνα έχω ονειρευτείνα έχουμε ονειρευτεί
να έχεις ονειρευτείνα έχετε ονειρευτεί
να έχει ονειρευτείνα έχουν ονειρευτεί
Imper
ativ
Presονειρεύεστε
Aoristονειρέψουονειρευτείτε
Part
izip
Pres
Perfονειρεμένος, -η, -οονειρεμένοι, -ες, -α
InfinAoristονειρευτεί





Griechische Definition zu ονειρεύομαι

ονειρεύομαι [onirévome] .2β : 1α. βλέπω σε όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: Ονειρεύτηκε τον πεθαμένο παππού του. Ονειρεύτηκα ότι κολυμπούσαμε. Σε ονειρεύτηκα χθες βράδυ. Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου αεροπόρο. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. β. βλέπω όνειρο στον ύπνο μου: Kοιμάται κι ονειρεύεται. (έκφρ.) μήπως κοιμάμαι* και ονειρεύομαι; κοιμάσαι* κι ονειρεύεσαι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback