ολομόναχος Adj.  [olomonachos, olomonaxos]

  Adj.
(3)

Etymologie zu ολομόναχος

ολομόναχος ολο- + μονάχος


GriechischDeutsch
Ο Μόρλοκ ήταν ολομόναχος μπροστά στο τέρμα κι εσύ σουτάρεις στα σύννεφα!Morlock steht zwei-, dreimal mutterseelenallein vorm Tor, und du knallst das Ding in die Wolken!

Übersetzung nicht bestätigt

Αναρωτήθηκες ποτέ... γιατί ζεις ολομόναχος χωρίς την οικογένειά σου;Hat es vielleicht einen Grund, warum du hier mutterseelenallein lebst, ohne deine Familie?

Übersetzung nicht bestätigt

Ο Μοχάρεμ είναι ολομόναχος και γερνάει.Muharrem ist mutterseelenallein. Er ist schon in die Jahre gekommen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
απομοναχός
απομονάχος
απομόναχος
απόμονος
κατάμονος
(μαγκούφης)
παντέρημος
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
ολομόναχος -η -ο

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ολομόναχος.



Griechische Definition zu ολομόναχος

ολομόναχος, επίθ.· 'λομόναχος. — Βλ. και .

1) (Επιτ.) τελείως μόνος
α) (χωρίς τη συντροφιά ή την παρουσία άλλων):
ολομόναχος στέκεται στον δρυμώνα (Θησ. Έ [66]· Φορτουν. Ιντ. γ́ 29
β) (χωρίς την παρουσία ερωτικού συντρόφου):
να καίγεται ολομόναχος 'ς τσ’ αγάπης την οδύνη (Ερωτόκρ. Ά 2078
γ) (προκ. για ορφανό):
(Ερωτόκρ. Β́ 618
δ) (με προηγ. το επίθ. μόνος):
μόνος κι ολομόναχος … επορπάτει (Ερωτόκρ. Ά 1067
ε) (στον πληθ. με αριθμητ. ή με τον εμπρόθ. προσδ. με + αιτιατ. προκ. να δηλωθεί συνοδεία ή συντροφιά από κάπ. ή κάπ. πολύ οικείους):
να 'ν’ οι δυο ολομόναχοι (Ερωτόκρ. Ά 1093
ήμασθεν ολομόναχοι με τα παιδόπουλά μας (Λίβ. Sc. 2083).
2) (Συνεκδ.) τελείως αβοήθητος, που ενεργεί χωρίς τη συμπαράσταση ή βοήθεια άλλων:
εβγήκεν ολομόναχος και με τη δύναμή του τσ’ εχθρούς … έδιωξε (Ερωφ. Δ́ 576· Τζάνε, Κρ. πόλ. 43824).
3) (Σε χρ. οριστικής αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
τ’ όνομα μόνο (ενν. του Ρινάλδου) σώνει τσι πράξες του ολομόναχο στον κόσμο να ξαπλώνει (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 22).
Η λ. σε επιρρ. χρ. για να δηλωθεί τέλεια μοναδικότητα, αποκλειστικότητα:
εδόθη μ’ ολομόναχη τον κόσμο να γεμίζω χαρές (Πανώρ. Πρόλ. 13· Ροδολ. Β́ 270).
[<ολο‑ + επίθ. μοναχός. Ο τ. και σήμ. ποντ., όπου και άλλοι τ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback