οικιακός Adj.  [ikiakos, oikiakos]

  Adj.
(10)
(2)
  Adj.
(0)

Etymologie zu οικιακός

οικιακός altgriechisch οἰκιακός οἰκία


GriechischDeutsch
«οικοσκευή», τα προσωπικά αντικείμενα, ο οικιακός ρουχισμός και τα είδη επίπλωσης ή εξοπλισμού που προορίζονται για προσωπική χρήση των ενδιαφερομένων ή για τις ανάγκες του νοικοκυριού τους·„Hausrat“ persönliche Gegenstände, Haus-, Bettund Tischwäsche sowie Möbel und Geräte, die zum persönlichen Gebrauch der Beteiligten oder für ihren Haushalt bestimmt sind; d)

Übersetzung bestätigt

«ιματισμός», ο ατομικός και οικιακός ρουχισμός, καθώς και τα ενδύματα, μεταχειρισμένα και μη·„Ausstattung“ Haus-, Bett-, Tischund Leibwäsche sowie Kleidung, auch neu, c)

Übersetzung bestätigt

«οικοσκευή», τα προσωπικά αντικείμενα, ο οικιακός ρουχισμός και τα είδη επίπλωσης ή εξοπλισμού που προορίζονται για προσωπική χρήση των ενδιαφερομένων ή για τις ανάγκες του νοικοκυριού τους·„Hausrat“: persönliche Gegenstände, Haus-, Bettund Tischwäsche sowie Möbel und Geräte, die zum persönlichen Gebrauch der Beteiligten oder für ihren Haushalt bestimmt sind;

Übersetzung bestätigt

«ιματισμός», ο ατομικός και οικιακός ρουχισμός καθώς και τα ενδύματα, μεταχειρισμένα και μη·„Ausstattung“: Haus-, Bett-, Tischund Leibwäsche sowie Kleidung, auch neu;

Übersetzung bestätigt

Γραμμές μεταφοράς ενέργειας υψηλής τάσης, ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, συστήματα μεταφοράς που χρησιμοποιούν στατικά πεδία, σταθμοί βάσης κινητής τηλεφωνίας, οικιακός εξοπλισμός, συνδυασμένη έκθεση, μελέτες με αντικείμενο τη βιοηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και τις βιολογικές επιπτώσεις από την έκθεση ανθρώπων σε ΗΜΠ μικροκυμάτων και RF, ηλεκτρομαγνητική οικολογία — χαρακτηρισμός πηγών, πρόληψη και έλεγχοςHochspannungsleitungen; Radiound Fernsehsendestationen; Transportsysteme, die statische Felder nutzen; Mobilfunkbasisstationen; Leitungen im Haus; kombinierte Exposition; Studien zu bioelektromagnetischen Wechselwirkungen und biologischen Auswirkungen der Exposition des Menschen gegenüber RF und Mikrowellen-EMF; elektromagnetische Ökologie – Charakterisierung der Quellen, Auswirkungen, Prävention und Kontrolle

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu οικιακός.



Griechische Definition zu οικιακός

οικιακός, επίθ.

Που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, σπιτικός·
(προκ. για πτηνά) οικόσιτος, κατοικίδιος:
στρουθία … οικιακά (Ορνεοσ. αγρ. 53520).
Έκφρ. οικιακός της βουλής κάπ. = σύμφωνος με τη γνώμη κάπ., ομόγνωμος:
(Ιστ. πατρ. 1764‑5).
Το αρσ. ως ουσ. =
1)
α) Συγγενής, «δικός», άνθρωπος του σπιτιού:
του ήρθανε πολλές πείραξες όχι από ξένους, μόνε οικιακούς, από τους υιούς του (Χρον. σουλτ. 13512· Δωρ. Μον. XLI
β) άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος ή της εμπιστοσύνης κάπ. (άρχοντα), φίλος· σύμβουλος:
ο Ιωάννης … εγγύς υπάρχων … τῳ αμιρᾴ … οικιακός ην πάντοτε και φιλούμενος (Ψευδο-Σφρ. 2024·)> (Έκθ. χρον. 6717
ο βασιλεύς υπέμεινεν μετά τους οικιακούς του (Σπαν. A 429).
2) Υπηρέτης:
τους δουλεύοντας και τους οικιακούς σου αγάπα τους (Σπαν. A 672).
Ο πληθ. ουδ. ως ουσ. = αυτοκρατορικά κτήματα (βλ. και λογοθέτης Ά1ε):
ο λογοθέτης των οικιακών (Μαλαξός, Νομοκ. 516).
[μτγν. επίθ. οικιακός. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback