ξηρός -ά -ό Adj.  [ksiros -a -o, kshros -a -o]

  Adj.
(40)

GriechischDeutsch
του μήκους διαδρόμου απογείωσης (ξηρός, υγρός, με ρύπανση)·Länge der Piste (trocken, nass, kontaminiert),

Übersetzung bestätigt

του μήκους διαδρόμου απογείωσης (ξηρός, υγρός, με ρύπανση)·Länge der Piste (trocken, nass, kontaminiert),

Übersetzung bestätigt

Για σκοπούς επιδόσεων, ο υγρός διάδρομος, εκτός του διαδρόμου από χορτοτάπητα, μπορεί να θεωρείται ως ξηρός διάδρομος.Für Flugleistungszwecke kann eine feuchte Piste, sofern es sich nicht um eine Grasbahn handelt, als trocken eingestuft werden.

Übersetzung bestätigt

οι όροι “сухо”, “seco”, “suché”, “tør”, “trocken”, “kuiv”, “ξηρός”, “dry”, “sec”, “secco”, “asciutto”, “sausais”, “sausas”, “száraz”, “droog”, “wytrawne”, “seco”, “sec”, “suho”, “kuiva” ή “torrt” επιτρέπεται να αναγράφονται μόνον εάν ο σχετικός οίνος έχει περιεκτικότητα σε υπολειμματικό σάκχαροdürfen die Begriffe ‚сухо‘, ‚seco‘, ‚suché‘, ‚tør‘, ‚trocken‘, ‚kuiv‘, ‚ξηρός‘, ‚dry‘, ‚sec‘, ‚secco‘, ‚asciuttto‘, ‚sausais‘, ‚sausas‘, ‚száraz‘, ‚droog‘, ‚wytrawne‘, ‚seco‘, ‚sec‘, ‚suho‘, ‚kuiva‘ oder ‚torrt‘ nur dann angegeben werden, wenn der betreffende Wein einen Restzuckergehalt

Übersetzung bestätigt

“sec”, “trocken”, “secco” ή “asciutto”, “dry”, “tør”, “ξηρός”, “seco”, “torr”, “kuiva”, “sausas”, “kuiv”, “sausais”, “száraz”, “półwytrawne”, “polsuho”, “suché” ή “сухо”: αν η περιεκτικότητά του σε σάκχαρα κυμαίνεται μεταξύ 17 και 35 γραμμαρίων ανά λίτρο,‚sec‘, ‚trocken‘, ‚secco‘ or ‚asciutto‘, ‚dry‘, ‚tør‘, ‚ξηρός‘, ‚seco‘, ‚torr‘, ‚kuiva‘, ‚sausas‘, ‚kuiv‘, ‚sausais‘, ‚száraz‘, ‚półwytrawne‘, ‚polsuho‘, ‚suché‘ oder ‚сухо‘: wenn sein Zuckergehalt zwischen 17 und 35 g je Liter liegt;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • ξηρός (maskulin)
  • ξηρά (feminin)
  • ξηρό (neutrum)


Griechische Definition zu ξηρός -ά -ό

ξηρός, επίθ.· ξερός. — Βλ. και .

1)
α) Που δεν έχει νερό ή υγρασία, στεγνός:
(Αιτωλ., Μύθ. 845
(σε παροιμ. φρ. που δηλώνει κ. αδύνατον):
να μη φοβείσαι ποταμόν ξηρόν να κινδυνεύσεις (Προδρ. IV 608
β) (προκ. για τον καιρό) που δεν είναι βροχερός:
(Μάρκ., Βουλκ. 34824
γ) που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα:
η ιστία έναι ζεστή και ξερή (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 37r
δ) (προκ. για τόπο) άνυδρος, αυχμηρός· που έχει ελάχιστη ξερή βλάστηση:
(Ιερακοσ. 36516), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 25
 
ε1) (προκ. για βήχα) που είναι χωρίς έκκριμα, χωρίς φλέμα:
(Ασσίζ. 1837
ε2) (προκ. για μορφή κόρυζας):
(Ιερακοσ. 41117
στ) (συνεκδ. προκ. για θεραπευτικά βότανα ή άλλα φαρμακευτικά επιθέματα) που προκαλεί ξηρότητα, που δεν είναι μαλακτικός:
(Ασσίζ. 43025).
2) (Προκ. για σάρκες) άπαχος, ισχνός, «στεγνός»:
(Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80).
3)
α) Που έχει χάσει την υγρασία του, τους χυμούς του, δεν είναι χλωρός:
στεφάνι … ξερόν και μαραμένο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [314]
δενδρόν … ξερόν (Χούμνου, Κοσμογ. 346
έκφρ. ξερόν δάσος = προκ. για φέρετρο:
(Κυπρ. ερωτ. 10637
β) (προκ. για οστά):
η σιαγόνα η ξερή (Βεντράμ., Γυν. 134
γ) (προκ. για χείλη):
(Ροδολ. Έ 219).
4)
α) Αποξηραμένος, αφυδατωμένος:
Λάσαρον είτε υγρόν είτε ξηρόν δίδου (Ιερακοσ. 41527
(προκ. για καρπούς ή άλλα τρόφιμα):
σύκα … ξερά (Ασσίζ. 496
άρτον … ξηρόν (Προδρ. IV 245
β) παστωμένος ή (απλώς) στεγνός, αποξηραμένος:
οψάρια ξηρά (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172).
5) (Μεταφ.) που δεν έχει νεανική φρεσκάδα, «μαραμένος»:
βλέπει τον άνδραν της ωσάν ξερόν (Συναξ. γυν. 765).
6) (Προκ. για πρόσωπο) λιπόσαρκος, ξερακιανός:
οι … ξηρότεροι άνδρες τοις τε όπλοις αεί εγκαρτερούσι δεινώς (Θεολ., Τζίρ. 35527· Συναδ. φ. 37v).
7)
α) Σκληρός, τραχύς:
ξηρός και ριζωμένος λίθος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1411]
(σε μεταφ.):
είχε διπλήν καρδίαν και ξερήν σαν πέτραν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 286
β) (συνεκδ.) που γίνεται καταγής:
ξηρού κοιτασμού (Σφρ., Χρον. 4620).
8) (Προκ. για υλικά που χρησιμοποιούνται σε φαρμακευτικό παρασκεύασμα και σε αντίθεση προς τα υγρά) στερεός:
(Ιερακοσ. 42412).
9) (Προκ. για θαλάσσια περιοχή) που έχει ξέρες:
από τον Τρούλον έως το νησίν της Κρήτης έναι ξερόν όλον (Πορτολ. Α 7411).
10) (Μεταφ.) άψυχος:
των δενδρών οι ξεροί κορμοί θέλουν σ’ το πει καθάρια (ενν. πως σ’ αγαπώ) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [325]).
11) (Μεταφ. προκ. για τα μέλη ή ολόκληρο το σώμα) παράλυτος, «πιασμένος»:
άνθρωπος οπού είχε το χέρι του ξηρόν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ιβ́ 10
(σε κατάρα):
να γενούσι … ξερά τα χέρια σου (Σπανός D 314· 1480
(υβριστ.):
το κεφάλι το ξηρόν και πανάσχημον (Σπανός D 1202).
Έκφρ. ξηρά γη = ήπειρος, ξηρά
(Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 63, 62).
Φρ. μένω ξερός =
(α) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
(Κατζ. Έ 123
(β) καταπλήσσομαι, αποσβολώνομαι, γοητεύομαι, «μαγεύομαι»:
(Μπερτολδίνος 164).
Το ουδ. ως ουσ. =
1) Ξηρά, στεριά:
(Ψευδο-Σφρ. 24227).
2) Αποξηραμένη ποσότητα θεραπευτικής ύλης σε σκόνη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως επίπασμα:
(Ιερακοσ. 38316, 38515, 4879).
3) Ως ένα από τα στοιχεία που αποτελούν το σύμπαν ή τον ανθρώπινο οργανισμό:
Η σύστασις … της ανθρωπίνης ουσίας γίνεται από τα τέσσερα ταύτα: υγρόν, θερμόν, ψυχρόν και ξηρόν (Αγαπ., Γεωπον. 172· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 70r).
Το ουδ. στον πληθ. ως τοπων.:
(Ευγέν. 511).
[αρχ. επίθ. ξηρός. Η λ. και ο τ. (Steph.) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback