Griechische Definition zu νεκρός -ή -ό
νεκρός, επίθ.
1) α) Νεκρός, πεθαμένος
: (Ερωφ. Έ 310)·
(επιτ. με επόμ. το επίθ.
αναίσθητος)
: φύσις άψυχος … νεκρός τε και αναίσθητος (Ιμπ. 475 κριτ. υπ.)·
φρ. κατέρχομαι εις νεκρούς, βλ. κατέρχομαι·
β) (σε προσωποπ.)
: νεκρή δε βρίσκομαι …, και μόνια μη μ’ αφήσετε, … την Κρήτη σας (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55113)·
γ) (σε σχ. υπαλλαγής προκ. για παράσταση νεκροκεφαλής)
: γράμματα … το κουκλώνου (ενν. το κιβούριν) μαύρα με κεφαλές νεκρές (Ερωτόκρ. Δ́ 1954)·
δ) (συνεκδ. αντί για πολλά ομοειδή)
: Η γης, που τόσον άνθρωπο νεκρό 'θελε γεμίσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2907).
2) (Μεταφ.) απονεκρωμένος
: γλυκύτης ως ποταμός επότιζε καλός νεκράς καρδίας (Καλλίμ. 1961)·
νεκροί τῳ σώματι προς πάσαν κακήν πράξιν (Πένθ. θαν. Κ 373).
3) α) Που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του (με μάγια), που απομένει σαν νεκρός
: βάνω το (ενν. το δακτυλίδιν) εις το δακτύλιν μου … Ηύραν με κείμενον νεκρόν (Λίβ. N 2248)·
β) αναίσθητος, λιπόθυμος
: νεκρός απεκατέστην· και μετά βίας οκάποτε ήλθον τα λογικά μου (Λίβ. Sc. 678).
4) (Συνεκδ.) κρύος, «παγωμένος» (από ένταση συναισθηματική)
: από το φόβο τον πολύ νεκροί ήτανε κι εδρώνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20314).
5) (Μεταφ.) που υποφέρει πολύ, που δεν μπορεί να αντιδράσει (από ψυχικό πάθος)
: νεκρός … εξ ερωτοληψίας (Καλλίμ. 1057).
6) α) Που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός
: γεγόνασι (ενν. οι πρωτόπλαστοι) νεκροί τῃ αμαρτίᾳ (Φυσιολ. 3442)·
β) υλικός, φθαρτός
: Η φαμελιά σου την νεκρήν σάρκαν εξεφορτώθη και από του κόσμου την σκλαβιά εβγήκεν (Φαλιέρ., Ρίμ. 143).
7) α) Αναπάντητος· που δε βρίσκει ανταπόκριση
: αναζητών την κόρην …, μετά νεκρούς τους λόγους (Καλλίμ. 1474)·
β) που έχει αποτέλεσμα
: ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα (Ερωτόκρ. Ά 2067).
Το αρσ. ως ουσ. = νεκρός· λείψανο, πτώμα
: (Ερμον. Φ 337), (Πανώρ. Β́ 205).
Το θηλ. σε τοπων.
: Θάλασσαν Νεκράν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2673).
[αρχ. επίθ. νεκρός. Η λ. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr