νεκρός Adj.  [nekros]

tot (ugs.)
  Adj.
(0)

Etymologie zu νεκρός

νεκρός altgriechisch νεκρός


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
αποθανών
θανών
πεθαμένος
ψόφιος
τετελεσμένος (ευφημισμός), (σκωπτικά)
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu νεκρός.



Griechische Definition zu νεκρός

νεκρός, επίθ.

1)
α) Νεκρός, πεθαμένος:
(Ερωφ. Έ 310
(επιτ. με επόμ. το επίθ. αναίσθητος):
φύσις άψυχος … νεκρός τε και αναίσθητος (Ιμπ. 475 κριτ. υπ.
φρ. κατέρχομαι εις νεκρούς, βλ. κατέρχομαι·
β) (σε προσωποπ.):
νεκρή δε βρίσκομαι …, και μόνια μη μ’ αφήσετε, … την Κρήτη σας (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55113
γ) (σε σχ. υπαλλαγής προκ. για παράσταση νεκροκεφαλής):
γράμματα … το κουκλώνου (ενν. το κιβούριν) μαύρα με κεφαλές νεκρές (Ερωτόκρ. Δ́ 1954
δ) (συνεκδ. αντί για πολλά ομοειδή):
Η γης, που τόσον άνθρωπο νεκρό 'θελε γεμίσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2907).
2) (Μεταφ.) απονεκρωμένος:
γλυκύτης ως ποταμός επότιζε καλός νεκράς καρδίας (Καλλίμ. 1961
νεκροί τῳ σώματι προς πάσαν κακήν πράξιν (Πένθ. θαν. Κ 373).
3)
α) Που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του (με μάγια), που απομένει σαν νεκρός:
βάνω το (ενν. το δακτυλίδιν) εις το δακτύλιν μου … Ηύραν με κείμενον νεκρόν (Λίβ. N 2248
β) αναίσθητος, λιπόθυμος:
νεκρός απεκατέστην· και μετά βίας οκάποτε ήλθον τα λογικά μου (Λίβ. Sc. 678).
4) (Συνεκδ.) κρύος, «παγωμένος» (από ένταση συναισθηματική):
από το φόβο τον πολύ νεκροί ήτανε κι εδρώνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20314).
5) (Μεταφ.) που υποφέρει πολύ, που δεν μπορεί να αντιδράσει (από ψυχικό πάθος):
νεκρός … εξ ερωτοληψίας (Καλλίμ. 1057).
6)
α) Που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός:
γεγόνασι (ενν. οι πρωτόπλαστοι) νεκροί τῃ αμαρτίᾳ (Φυσιολ. 3442
β) υλικός, φθαρτός:
Η φαμελιά σου την νεκρήν σάρκαν εξεφορτώθη και από του κόσμου την σκλαβιά εβγήκεν (Φαλιέρ., Ρίμ. 143).
7)
α) Αναπάντητος· που δε βρίσκει ανταπόκριση:
αναζητών την κόρην …, μετά νεκρούς τους λόγους (Καλλίμ. 1474
β) που έχει αποτέλεσμα:
ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα (Ερωτόκρ. Ά 2067).
Το αρσ. ως ουσ. = νεκρός· λείψανο, πτώμα:
(Ερμον. Φ 337), (Πανώρ. Β́ 205).
Το θηλ. σε τοπων.:
Θάλασσαν Νεκράν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2673).
[αρχ. επίθ. νεκρός. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback