μόνος -η -ο Adj.  [monos -i -o, monos -h -o]

  Adj.
(7257)
  Adj.
(3553)

GriechischDeutsch
Το κράτος μέλος που κοινοποιεί ένα συγκεκριμένο δεδομένο στην Ευρωπόλ είναι και ο μόνος κριτής του βαθμού και της διαβάθμισης της ευαισθησίας του και νομιμοποιείται να καθορίσει τους όρους χρήσης του δεδομένου.Der Mitgliedstaat, der Daten an Europol weitergibt, entscheidet allein über Grad und Änderung der Empfindlichkeit der Daten und ist befugt, die Bedingungen für den Umgang mit den Daten festzulegen.

Übersetzung bestätigt

Σχετικά με το θέμα, ο UOP επισημαίνει ότι η οικονομική ολοκλήρωση των δύο φορέων προέκυψε από τη στιγμή που η Axens είναι ο μόνος διανομέας τεχνολογιών τις οποίες αναπτύσσει το IFP και ο πρώτος και δυνάμει ο μοναδικός αποδέκτης των αποτελεσμάτων του IFP.Ihre Verflechtung zeige sich daran, dass Axens die vom IFP entwickelten Technologien allein vertreibe und die Ergebnisse des IFP in erster Linie und gegebenenfalls ausschließlich für Axens bestimmt seien.

Übersetzung bestätigt

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 44, ο υπόλογος είναι ο μόνος εξουσιοδοτημένος να διαχειρίζεται χρηματικά ποσά και αξίες.Vorbehaltlich Absatz 4 und Artikel 44 ist allein der Rechnungsführer ermächtigt, Barmittel und Werte zu handhaben.

Übersetzung bestätigt

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, ο υπόλογος είναι ο μόνος εξουσιοδοτημένος να διαχειρίζεται χρηματικά ποσά και αξίες.Vorbehaltlich anderslautender Bestimmungen dieser Verordnung ist allein der Rechnungsführer ermächtigt, Barmittel und Barmitteläquivalente zu verwalten.

Übersetzung bestätigt

Η κοινή επιχείρηση ARTEMIS είναι ο μόνος υπεύθυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.Das Gemeinsame Unternehmen Artemis allein haftet für die Erfüllung seiner Verpflichtungen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • μόνος (maskulin)
  • μόνη (feminin)
  • μόνο (neutrum)


Griechische Definition zu μόνος -η -ο

μόνος, επίθ.· μόνιος.

1)
α) Που δε βρίσκεται μαζί με άλλους, που είναι χωρίς την παρουσία ή συντροφιά άλλων, μοναχός:
(Βέλθ. 830), (Ιμπ. 568
τση θυγατέρας μου μόνιος μου θα μιλήσω (Ερωφ. Έ 228
(σε ιδιάζ. χρ.):
Νεκρόν είδα … και μόνα, δίχα σάρκωσην, τα κόκαλα γλειμμένα (Νεκρ. βασιλ. 24
(επιτ. με προηγ. το σύνδ. και):
ολόγυμνην την έκδυσεν μετά λινού και μόνου (Αχιλλ. (Smith) N 1332
(ο υπερθ. επιτ.):
(Διγ. Ζ 1862
δούκαν τον ελεεινόν μονότατον αφήσαν (Κορων., Μπούας 49
β) (με τους εμπρόθ. προσδ. με ή μετά κάπ. για να δηλωθεί συνοδεία από κάπ. πολύ οικείο):
Η Αρετούσα απόμεινε μόνια τση μετά μένα (Ροδολ. Ά 284· Βέλθ. 81
γ) (επιτ. στο σχ. μόνος και μόνος ή με τα επίθ. μοναχός, μοναξός, ολομόναχος ή τη μτχ. μεμονωμένος):
Μόναι και μόναι εμπήκασιν, κατασφαλίζουνται έσω (Βέλθ. 980
εγώ μόνος μοναχός να κοσμοαναγυρεύω (Λίβ. N 2268· Ερωτόκρ. Γ́ 1736), (Χρον. Μορ. P 6277
μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει (Ερωτόκρ. Ά 1067· Aχιλλ. (Smith) N 546).
2) Άγαμος, ανύπαντρος:
μια γυναίκα μόνια τση (Ροδολ. Β́ 335).
3) (Προκ. για κράτος) που δεν έχει συμμάχους:
οι βασιλειές … μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες (Ροδολ. Έ 42).
4) (Προκ. για τόπο) απόμερος, απομονωμένος:
τόπον … μονότατον (Βίος Αλ. 338).
5)
α) Παρατημένος, αφημένος, εγκαταλειμμένος:
το μιαρόν ποντίκιν … ηύρε πίταν μέγαν μόνην (Χρησμ. VII 5
β) μόνος, έρημος:
Από τους όλους συγγενούς εγώ υπάρχω μόνη (Βέλθ. 1169
γ) αβοήθητος:
ήτονε στην εζημιά μόνια τση σκιας μαγάρι (Πανώρ. Γ́ 453).
6) Που ενεργεί χωρίς τη συμβολή, συνδρομή ή βοήθεια άλλου:
(Κορων., Μπούας 102
εις τα άλλα ουδέν εφθάσετε, τά μόνος μου επολέμουν (Διγ. Esc. 1733· Ροδολ. Β́ 19).
7)
α) (Για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός) μόνον, αποκλειστικά εγώ (εσύ, αυτός, …):
(Κυπρ. ερωτ. 2114
Εσύ, θεά, οχ τα βάσανα μόνια σου τσι λυτρώνεις (Πανώρ. Δ́ 297
β) (μετά από αρνητ. πρόταση για να δηλωθεί εξαίρεση):
ουδένας δεν απόμεινεν ειμή αυτή και μόνη (Διήγ. παιδ. 932
γ) αυτός και μόνον, (και) μόνον αυτός:
οι μπομπαρδές εδύνουνταν μόνες να καταλύσουν τον Άγιον Έρμον σύψυχον (Αχέλ. 1024).
8)
α) Μοναδικός:
μόνια αιτιά του σκοτωμού (Ερωφ. Γ́ 260
(επιτ.):
των φίλων των πιστών η μόνη μια καρδία εις δυο κορμιά ξεχωριστά κρατούν την κατοικία (Λίμπον. Εισαγ. 11
(προκ. για το Χριστό):
Χριστόν, τον μόνον ζωοδότην (Διγ. Z 1111
β) ένας μόνον, ένας:
(Διδ. Σολομ. P 4).
9) (Για να δηλωθεί υπεροχή):
Εγώ 'μαι μόνος βασιλιός κι ωσάν εμένα άλλος σ’ όλη τη γη δε βρίσκεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57517
(στον υπερθ. επιτ.):
(Διγ. Z 4062).
10) Ίδιος, όμοιος:
ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα (Πεντ. Γέν. XI 1).
11) (Με αριθμητ. για να δηλωθεί ανώτατο όριο):
έκαυσε και τα κάτεργα, αφήκε μόνα τρία (Γεωργηλ., Βελ. Λ 256).
12) (Σε χρ. οριστικής αντων. συν. με γεν. προσωπ. αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
μόνη μου εποίκα το κακόν, μόνη μου ας απολάβω (Διγ. Esc. 954 δις).
13)
α) (Σε χρ. αυτοπαθούς αντων.):
όπου θυμώνεται πολλά … μόνος του γίνετ’ έξηχος και με το θέλημάν του (Σπαν. B 369
β) (για να δηλωθεί αυτόματη ενέργεια):
τας πόρτας λέγει, μόναι των ανοίγουν παραυτίκα (Καλλίμ. 1280).
14) (Σε επιρρ. χρ.) μόνον, παρά μόνον:
(Αιτωλ., Μύθ. 312
μόνια την αγάπη σου, καρδούλα μου, θυμούμαι (Κατζ. Β́ 166).
Φρ.
1) Αποθαίνω ή φονεύομαι μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου, αυτοκτονώ:
(Αχιλλ. (Smith) O 365).
2) Λέγω μόνος μου, βλ. λέγω Φρ. 8.
[αρχ. επίθ. μόνος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback