Griechische Definition zu μωρός
μωρός, επίθ.· άμωρος.
1) (Προκ. για πρόσωπο)
α) ανόητος, κουτός
: (Μαχ. 4806), (Αιτωλ., Βοηβ. 204)·
(υβριστ.)
: ο μωρός και ο μεθυσμένος λαός της Αμοχούστου (Μαχ. 31426)·
(σε κλητ. προσφών. μειωτ.)
: Μωρές κουζουλοκοπελιές, είντα 'ναι τά μιλείτε; (Πανώρ. Δ́ 55)·
β) απερίσκεπτος, άμυαλος· που δεν επιδεικνύει σύνεση
: φυλακισμένος ων μωρός πάλιν ην λέγων μωρίας ρήματα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 255)·
(σε σχ. υπαλλαγής)
: Η γαρ μωρά των Ρωμαίων συναγωγή εσκέψατό τινα ματαίαν βουλήν (Δούκ. 2937).
2) Διανοητικά καθυστερημένος
: παίδες μωρών ή δαιμονιάρων (Ελλην. νόμ. 55423).
3) (Προκ. για ενέργεια)
α) που είναι αποτέλεσμα μωρίας
: μωρόν τούτο το έργον (Ερμον. Χ 296)·
β) που δείχνει μωρία
: μωρά και άπρεπα λόγια (Σοφιαν., Παιδαγ. 100).
4) (Προκ. για τη σοφία του Θεού) που εμφανίζεται ανόητη, πολύ απλοϊκή στα μάτια των απίστων
: την μωρήν σοφίαν του Θεού, την σοφοτέραν παρά την σοφίαν των ανθρώπων, σημαίνει η φάτνη (Πηγά, Χρυσοπ. 261 (30)).
5) (Θρησκ.) που δεν έχει επίγνωση του αληθινού Θεού
: γένος μωρόν και άπιστον (Διακρούσ. 11226).
Το αρσ. ως ουσ. = ο ανόητος άνθρωπος
: (Διδ. Σολομ. P 133)·
(σε παροιμ.)
: Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει (Περί ξεν. 58).
Το θηλ. ως επιφ. έκφρ. συν. με προσβλητική ή επιτιμητική χροιά
: Μωρή βρομοστενίτισσα και μυριοκαπνισμένη (Πουλολ. 138).
[αρχ. επίθ. μωρός. Η λ. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr