μορφολογικός -ή -ό Adj.  [morfologikos -i -o, morfolojikos -i -o, morfologikos -h -o]

  Adj.
(1)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • μορφολογικός (maskulin)
  • μορφολογική (feminin)
  • μορφολογικό (neutrum)


Griechische Definition zu μορφολογικός -ή -ό

μορφολογικός -ή -ό [morfolojikós] : που αναφέρεται στη μορφολογία: Mορφολογικές διαφορές ανάμεσα σε δύο είδη ζώων / φυτών / σε δύο γλώσσες. H νέα ελληνική γλώσσα κληρονόμησε μεγάλο μέρος από τα μορφολογικά στοιχεία της αρχαίας. || μορφολογικός -ή -ό τύπος, η μορφή που μπορεί να πάρει το ανθρώπινο σώμα ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο το άτομο είναι προσαρμοσμένο. || (γραμμ., ως ουσ.) το μορφολογικό, το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τους τύπους των λέξεων, δηλαδή με την κλίση των ονομάτων, αντωνυμιών, αριθμητικών και ρημάτων· τυπολογικό. μορφολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γερμ. morphologisch (ή μέσω του γαλλ. morphologique) < Morpholog(ie) = μορφολογ(ία) -isch = -ικός]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback