μικρόβιο (entlehnt aus) französisch microbe altgriechisch μικρός + βίος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση του νερού ή άλλων υγρών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης και επεξεργασίας, με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, όπως είναι τα μικρόβια, τα φύκη και τα μύδια | Produkte zum Schutz von Wasser und anderen Flüssigkeiten in Kühlund Verfahrenssystemen gegen Befall durch Schadorganismen wie z. B. Mikroben, Algen und Muscheln. Übersetzung bestätigt |
Οι προνύμφες που δεν ανακτώνται θα πρέπει επίσης να καταμετρώνται ως νεκρές (οι προνύμφες που πεθαίνουν στην αρχή της δοκιμής μπορεί να αποικοδομούνται από μικρόβια). | Nicht wiedergefundene Larven sollten auch zu den Todesfällen gerechnet werden (Larven, die zu Versuchsbeginn gestorben sind, wurden möglicherweise durch Mikroben zersetzt). Übersetzung bestätigt |
Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση του νερού ή άλλων υγρών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης και επεξεργασίας, με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, όπως είναι τα μικρόβια, τα φύκη και τα μύδια | Produkte zum Schutz von Wasser und anderen Flüssigkeiten in Kühlund Verfahrenssystemen gegen Befall durch Schadorganismen wie z. B. Mikroben, Algen und Muscheln. Übersetzung bestätigt |
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, τα μικρόβια έχουν εξελιχθεί και έχουν γίνει ανθεκτικά σε ορισμένα αντιμικροβιακά φάρμακα. | Im Laufe der Jahre haben sich die Mikroben jedoch weiterentwickelt und sind gegen einige Antibiotika resistent geworden. Übersetzung bestätigt |
Τα ανθεκτικά μικρόβια ή οι καθοριστικοί παράγοντες αντοχής μπορεί να μεταδίδονται από τα ζώα στον άνθρωπο μέσω της τροφικής αλυσίδας ή με την άμεση επαφή. | Resistente Mikroben oder Resistenzauslöser können über die Lebensmittelkette oder durch direkten Kontakt von Tieren auf Menschen übertragen werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
Erreger |
Bazille |
Mikroorganismus |
Kleinstlebewesen |
Mikrobe |
μικρόβιο το [mikróvio] : 1. γενική ονομασία όλων των μονοκύτταρων οργανισμών που είναι ορατοί μόνο με μικροσκόπιο: Πολλαπλασιασμός των μικροβίων. H έρευνα των μικροβίων θεμελιώθηκε από τον Παστέρ. || (ειδικότ.) κάθε παθογόνος μονοκύτταρος οργανισμός που είναι ορατός μόνο με μικροσκόπιο: Kαταπολέμηση των μικροβίων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.