{η}  μανούβρα Subst.  [manuvra, manoybra]

{das}    Subst.
(21)

Etymologie zu μανούβρα

μανούβρα französisch manoeuvre


GriechischDeutsch
Να προσθέσω απλώς ότι ως αντιπρόσωπος εκατοντάδων χιλιάδων φορολογουμένων φρίττω όταν διαπιστώνω ότι η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε κάθε λογής μανούβρες, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να προστατεύσει διάφορους υπεύθυνους της κακοδιαχείρισης αυτής.Als Vertreter Hunderttausender von Steuerzahlern möchte ich lediglich hinzufügen, mit Bestürzung zur Kenntnis genommen zu haben, daß auch die jetzige Kommission einige für dieses Mißmanagement Verantwortliche durch diverse Manöver zu decken versucht.

Übersetzung bestätigt

Η μανούβρα θα γίνει τόσο γρήγορα που δεν μπορούμε να διορθώσουμε την κίνηση κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης με ανατροφοδότηση θέσης. Απλά δεν υπάρχει αρκετός χρόνος.Dieses Manöver passiert so schnell, dass wir während der Bewegung nicht rückkoppeln können dazu ist einfach nicht genug Zeit.

Übersetzung nicht bestätigt

Αντ' αυτού, το τετρακόπτερο θα κάνει τη μανούβρα στα τυφλά, θα παρατηρήσει πώς θα την τελειώσει, και θα τροποποιήσει ανάλογα τη συμπεριφορά του έτσι ώστε η επόμενη να είναι καλύτερη.Stattdessen kann der Quad das Manöver blind fliegen, sich das Ergebnis anschauen und dann aus dieser Information lernen, so dass die nächste Rolle besser wird.

Übersetzung nicht bestätigt

Παρόμοια με τον δύτη και τον άλτη, μόνο μέσω επαναλαμβανόμενης εξάσκησης μπορεί να μαθευτεί και να εκτελεστεί η μανούβρα στα υψηλότερα στάνταρ.Wie für die Springer gilt, dass das Manöver nur durch wiederholtes Üben gelernt und optimal ausgeführt werden kann.

Übersetzung nicht bestätigt

Οι μηχανές, όχι μόνο μπορούν να εκτελούν δυναμικές μανούβρες μόνες τους, μπορούν να το κάνουν συλλογικά.Maschinen können solche Manöver nicht nur alleine ausführen, sondern auch im Verbund.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
μανουβράρισμα
ελιγμός
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
μανουβράρω
Deutsche Synonyme
Manöver



Griechische Definition zu μανούβρα

μανούβρα η [manúvra] Ο25α : (πρβ. ελιγμός) 1. σύνολο κινήσεων, συνήθ. μικρών και προσεκτικών, που κάνει κάποιος για να οδηγήσει κτ., ιδίως ένα όχημα, σε ορισμένη θέση ή για να το περάσει από ένα δύσκολο σημείο: Δύσκολες / επικίνδυνες μανούβρες. Mανούβρες για το παρκάρισμα του αυτοκινήτου. Οι μανούβρες του πλοίου / του τρένου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback