Griechisch | Deutsch |
---|---|
Να προσθέσω απλώς ότι ως αντιπρόσωπος εκατοντάδων χιλιάδων φορολογουμένων φρίττω όταν διαπιστώνω ότι η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε κάθε λογής μανούβρες, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να προστατεύσει διάφορους υπεύθυνους της κακοδιαχείρισης αυτής. | Als Vertreter Hunderttausender von Steuerzahlern möchte ich lediglich hinzufügen, mit Bestürzung zur Kenntnis genommen zu haben, daß auch die jetzige Kommission einige für dieses Mißmanagement Verantwortliche durch diverse Manöver zu decken versucht. Übersetzung bestätigt |
Η μανούβρα θα γίνει τόσο γρήγορα που δεν μπορούμε να διορθώσουμε την κίνηση κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης με ανατροφοδότηση θέσης. Απλά δεν υπάρχει αρκετός χρόνος. | Dieses Manöver passiert so schnell, dass wir während der Bewegung nicht rückkoppeln können dazu ist einfach nicht genug Zeit. Übersetzung nicht bestätigt |
Αντ' αυτού, το τετρακόπτερο θα κάνει τη μανούβρα στα τυφλά, θα παρατηρήσει πώς θα την τελειώσει, και θα τροποποιήσει ανάλογα τη συμπεριφορά του έτσι ώστε η επόμενη να είναι καλύτερη. | Stattdessen kann der Quad das Manöver blind fliegen, sich das Ergebnis anschauen und dann aus dieser Information lernen, so dass die nächste Rolle besser wird. Übersetzung nicht bestätigt |
Παρόμοια με τον δύτη και τον άλτη, μόνο μέσω επαναλαμβανόμενης εξάσκησης μπορεί να μαθευτεί και να εκτελεστεί η μανούβρα στα υψηλότερα στάνταρ. | Wie für die Springer gilt, dass das Manöver nur durch wiederholtes Üben gelernt und optimal ausgeführt werden kann. Übersetzung nicht bestätigt |
Οι μηχανές, όχι μόνο μπορούν να εκτελούν δυναμικές μανούβρες μόνες τους, μπορούν να το κάνουν συλλογικά. | Maschinen können solche Manöver nicht nur alleine ausführen, sondern auch im Verbund. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
μανουβράρισμα |
ελιγμός |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
μανουβράρω |
Deutsche Synonyme |
---|
Manöver |
μανούβρα η [manúvra] Ο25α : (πρβ. ελιγμός) 1. σύνολο κινήσεων, συνήθ. μικρών και προσεκτικών, που κάνει κάποιος για να οδηγήσει κτ., ιδίως ένα όχημα, σε ορισμένη θέση ή για να το περάσει από ένα δύσκολο σημείο: Δύσκολες / επικίνδυνες μανούβρες. Mανούβρες για το παρκάρισμα του αυτοκινήτου. Οι μανούβρες του πλοίου / του τρένου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.