μίμηση altgriechisch μίμησις μιμέομαι μῖμος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το δέρμα μπορεί να εκτίθεται στο ελεγχόμενο παρασκεύασμα σε όλη τη διάρκεια του πειράματος ή για μικρότερα χρονικά διαστήματα (δηλ. για τη μίμηση συγκεκριμένου τύπου έκθεσης του ανθρώπου). | Die Exposition der Haut gegenüber der Testpräparation kann sich über die gesamte Versuchsdauer oder über kürzere Zeiträume erstrecken (z. B. zur Nachahmung einer bestimmten Expositionsart beim Menschen). Übersetzung bestätigt |
8.6 Η ΕΟΚΕ θεωρεί μείζονος σημασίας τη δημιουργία, διαμέσου της έρευνας, χρήσιμων συστημάτων για τον τομέα της δημόσιας υγείας και για την καθημερινή ζωή των πολιτών, βασισμένων ολοένα και περισσότερο στην αρχή της “μίμησης”, η οποία προέρχεται από την ελληνική λέξη μίμηση και αναφέρεται εν προκειμένω στη μίμηση της φύσης. | 7.6 Der EWSA hält es für sehr wichtig, durch die Forschung ein nutzbares System im Bereich der öffentlichen Gesundheit und des täglichen Lebens der Bürger zu schaffen, immer dem Prinzip der "mimesis" folgend – der Nachahmung der Natur. Übersetzung bestätigt |
Η ΕΟΚΕ θεωρεί μείζονος σημασίας τη δημιουργία, διαμέσου της έρευνας, χρήσιμων συστημάτων για τον τομέα της δημόσιας υγείας και για την καθημερινή ζωή των πολιτών, βασισμένων ολοένα και περισσότερο στην αρχή της “μίμησης”, η οποία προέρχεται από την ελληνική λέξη μίμηση και αναφέρεται εν προκειμένω στη μίμηση της φύσης. | 7.6 Der EWSA hält es für sehr wichtig, durch die Forschung ein nutzbares System im Bereich der öffentlichen Gesundheit und des täglichen Lebens der Bürger zu schaffen, immer dem Prinzip der "mimesis" folgend – der Nachahmung der Natur. Übersetzung bestätigt |
Οι δημόσιες αρχές πρέπει να ενθαρρύνουν την εν λόγω βιώσιμη κινητικότητα με πολιτιστικές πρωτοβουλίες, δημιουργώντας μονοπάτια ιστορικού και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος στα αστικά κέντρα, με ξεναγήσεις, υποστηρίζοντας τη διοργάνωση ποδηλατικών διαδρομών, οι οποίες αποτελούν πηγή ζωντάνιας και παράδειγμα προς μίμηση. | Den Reiz von Spaziergängen in der Stadt wiederentdecken, mit dem Fahrrad zur Arbeit oder zu Treffen mit Freunden fahren usw.: Die Behörden sollten diese nachhaltige Mobilität durch kulturelle Initiativen fördern, indem sie in den Innenstädten historische oder architektonische Rundgänge ausarbeiten und Führungen anbieten, oder die Organisation von Fahrradtouren unterstützen, die die Lebendigkeit der Innenstädte zur Geltung bringen und zur Nachahmung anregen. Übersetzung bestätigt |
Για το λόγο αυτό πρέπει να υπογραμμιστούν οι τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλονται από τους συνδικαλιστές των νεαρών ευρωπαϊκών δημοκρατιών στη διερεύνηση δρόμων που δεν γνώρισαν ποτέ άλλες δυτικές οργανώσεις οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν από μόνες τους πρότυπο προς μίμηση, ούτε να προσφέρουν ήδη δοκιμασμένες λύσεις. | Deshalb ist die ungeheure Anstrengung seitens der Gewerkschafter der jungen europäischen Demokratien hervorzuheben, die Wege suchen, die andere Organisationen im Westen nie beschritten haben, denn diese sind weder unbesehen als Modelle zur Nachahmung geeignet noch können sie bereits erprobte Lösungen anbieten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Nachahmung |
Bildnis |
Statue |
Nachbildung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Nachahmung | die Nachahmungen |
Genitiv | der Nachahmung | der Nachahmungen |
Dativ | der Nachahmung | den Nachahmungen |
Akkusativ | die Nachahmung | die Nachahmungen |
μίμηση η [mímisi] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μιμούμαι. α. το να κάνει ή να προσπαθεί να κάνει κάποιος αυτό που κάνει κάποιος άλλος, να παραστήσει τις κινήσεις του, τη φωνή του κτλ.: μίμηση της φωνής / του ύφους κάποιου. μίμηση του αστικού τρόπου ζωής. (έκφρ.) παράδειγμα* προς μίμηση. β. για πνευματική και ιδίως καλλιτεχνική δημιουργία, που χρησιμοποιεί κπ. ή κτ. ως πρότυπο : Πνευματική / καλλιτεχνική μίμηση. Δουλική μίμηση. Tο έργο δεν είναι πρωτότυπο αλλά μίμηση παλαιότερου προτύπου, απομίμηση. || (ψυχ.): Συνειδητή / ασύνειδη μίμηση. Tο ένστικτο της μίμησης. Tέλεια / απόλυτη μίμηση. || (μουσ.) επανάληψη ενός μουσικού τμήματος από άλλη φωνή: Ελεύθερη / κανονική μίμηση.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.