μέλλω Verb  [mello, mellw]

  Verb
(0)

Etymologie zu μέλλω

μέλλω altgriechisch μέλλω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu μέλλω

μέλλω· μτχ. ενεστ. μελλάμενος· μελλούμενος.

I. Ενεργ.
1) Σκέπτομαι, σκοπεύω:
(Παλαμήδ., Βοηβ. 1058), (Διγ. O 1800).
2) Είμαι προορισμένος από τη μοίρα να …, πρόκειται να …:
(Αλφ. καταν. 40), (Πανώρ. Έ 356).
3) (Το γ́ εν. απρόσ.)
α) πρόκειται να συμβεί, είναι «γραφτό», πεπρωμένο:
μέλλει ν’ αποθάνω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 498
την Κρήτην έμελλεν ογλήγορα να χάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4472
β) πρέπει:
Κατά τας πράξεις ο καθείς τον μισθόν να έχει μέλλει (Κορων., Μπούας 148
γ) οφείλει, πρέπει σύμφωνα με το δίκαιο:
Περί πάντων των πραγμάτων … τείντα μέλλει να πλερώσουν (Ασσίζ. 2376).
4) Αναμένω, περιμένω:
άλλα πάλιν μέλλασιν να έλθει ο καιρός τους (Χρον. Μορ. P 886).
II. Μέσ.
1) Είμαι προορισμένος από τη μοίρα να υποστώ κ., μου είναι «γραφτό», πεπρωμένο:
'Σ τούτον τον τρόπον μέλλομαι … ν’ απεθαίνω; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [749]).
2) (Το γ́́ εν. απρόσ.)
α) πρόκειται να συμβεί, είναι πεπρωμένο:
μέλλεται να χάσεις τη βασιλειά σου (Ερωφ. Δ́ 538
β) πρέπει:
οπού κρίνει μέλλεται τά κρίνει να τα γνώθει (Φαλιέρ., Ιστ. 50).
3) (Με υποκ.) επιφυλάσσεται, έχει προδιαγραφεί κ. για κάπ.:
μια κατάσταση αγαθή κι εσένα, θυγατέρα, να μέλλεται … απού του Ζευς τη χέρα (Ροδολ. Β́ 396).
Οι μτχ. ενεργ. και μέσ. ενεστ. ως επίθ. =
1)
α) Μελλοντικός:
του πυρός του μέλλοντος λύτρωσε (Θρ. Θεοτ. 122
η μελλάμενη παίδευσις (Χούμνου, Κοσμογ. 2740
β) προκ. για τον Μεσσία:
να 'λθει ο μελλάμενος (Χούμνου, Κοσμογ. 2014).
2) Μοιραίος:
Ω μέρα σήμερον για με τόσον μελλάμενή μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1201]).
Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. =
1) Πεπρωμένο:
το μελλάμενο κανείς ουδέν το ξεύρει (Αλεξ. 1241
το μελλούμενο … οπίσω δε γυρίζει (Φορτουν. Έ 314).
2) Ως προσωποπ.:
(Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 103).
[αρχ. μέλλω. Το γ́ εν. απρόσ. και σήμ. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ‑ούμενο ως ουσ. και σήμ. κρητ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback