λιώνω Verb  [liono, liwnw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)

Etymologie zu λιώνω

λιώνω mittelgriechisch λιώνω altgriechisch λειόω / λειῶ (κάνω λείο) λεῖος


GriechischDeutsch
-Για να λιώνω το κερί.Um das Wachs zu schmelzen.

Übersetzung nicht bestätigt

Που μ'αρέσει να λιώνω πράγματα κι αντιπαθώ όσα δε λιώνουν.Wie l gerne Sachen zu schmelzen, und wie i Abneigung Sachen, die nicht schmilzt.

Übersetzung nicht bestätigt

Τι είναι αυτό που έχεις και με κάνει να λιώνω;Was hast du bloß an dir, was mich immer schmelzen lässt?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu λιώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λιώνωλιώνουμε, λιώνομε
λιώνειςλιώνετε
λιώνειλιώνουν(ε)
Imper
fekt
έλιωναλιώναμε
έλιωνεςλιώνατε
έλιωνεέλιωναν, λιώναν(ε)
Aoristέλιωσαλιώσαμε
έλιωσεςλιώσατε
έλιωσεέλιωσαν, λιώσαν(ε)
Per
fekt
έχω λιώσει
έχω λιωμένο
έχουμε λιώσει
έχουμε λιωμένο
έχεις λιώσει
έχεις λιωμένο
έχετε λιώσει
έχετε λιωμένο
έχει λιώσει
έχει λιωμένο
έχουν λιώσει
έχουν λιωμένο
Plu
per
fekt
είχα λιώσει
είχα λιωμένο
είχαμε λιώσει
είχαμε λιωμένο
είχες λιώσει
είχες λιωμένο
είχατε λιώσει
είχατε λιωμένο
είχε λιώσει
είχε λιωμένο
είχαν λιώσει
είχαν λιωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λιώνωθα λιώνουμε, θα λιώνομε
θα λιώνειςθα λιώνετε
θα λιώνειθα λιώνουν(ε)
Fut
ur
θα λιώσωθα λιώσουμε, θα λιώσομε
θα λιώσειςθα λιώσετε
θα λιώσειθα λιώσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λιώσει
θα έχω λιωμένο
θα έχουμε λιώσει
θα έχουμε λιωμένο
θα έχεις λιώσει
θα έχεις λιωμένο
θα έχετε λιώσει
θα έχετε λιωμένο
θα έχει λιώσει
θα έχει λιωμένο
θα έχουν λιώσει
θα έχουν λιωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λιώνωνα λιώνουμε, να λιώνομε
να λιώνειςνα λιώνετε
να λιώνεινα λιώνουν(ε)
Aoristνα λιώσωνα λιώσουμε, να λιώσομε
να λιώσειςνα λιώσετε
να λιώσεινα λιώσουν(ε)
Perfνα έχω λιώσει
να έχω λιωμένο
να έχουμε λιώσει
να έχουμε λιωμένο
να έχεις λιώσει
να έχεις λιωμένο
να έχετε λιώσει
να έχετε λιωμένο
να έχει λιώσει
να έχει λιωμένο
να έχουν λιώσει
να έχουν λιωμένο
Imper
ativ
Presλιώνελιώνετε
Aoristλιώσελιώσετε, λιώστε
Part
izip
Presλιώνοντας
Perfέχοντας λιώσει, έχοντας λιωμένο
InfinAoristλιώσει







Griechische Definition zu λιώνω

λιώνω [lóno] Ρ1α μππ. λιωμένος : 1. μεταβάλλω κτ. στερεό σε υγρό (συνήθ. θερμαίνοντας ή διαλύοντάς το)· τήκω, διαλύω: λιώνω το μολύβι / το χρυσό / το κερί / το βούτυρο / τη ζάχαρη. Tόσο δυνατή ήταν η φωτιά, που έλιωσε ακόμα και τα μέταλλα. Περιχύνουμε το γλύκισμα με λιωμένη σοκολάτα και το σερβίρουμε. || Έλιωσαν τα χιόνια. Φάε το παγωτό σου πριν λιώσει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback