λειώνω Verb  [liono, leiwnw]

  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
zerschmelzen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu λειώνω

λειώνω mittelgriechisch λιώνω altgriechisch λειόω / λειῶ (κάνω λείο) λεῖος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu λειώνω.



















Griechische Definition zu λειώνω

λειώνω.

I. Ενεργ.
Ά Μτβ.
1)
α) Τήκω, ρευστοποιώ:
βούτυρον λειώσας … δίδου πιείν (Ιερακοσ. 42818
β) διαλύω στερεό σώμα σε υγρό:
(Σταφ., Ιατροσ. 9248
σκορίαν χαλκέως … μετά όξους λειώσας, τον πάσχοντα τόπον χρίε (Ιερακοσ. 49228).
2) Πολτοποιώ, συνθλίβω:
σκορόδου σκελίδια … λειώσας … μείξον μετά ελαίου (Κυνοσ. 5941).
3) Κονιοποιώ:
ρίνισμα σιδήρου … λειώσας … καλώς δίδου μετά κρέως (Ιερακοσ. 3477).
4)
α) Σβήνω, διαγράφω:
λειώσε με εδά από το χαρτί σου ος έγραψες (Πεντ. Έξ. XXXII·32
(μεταφ.):
ουδέ την φήμην την μακράν θέλει τους λειώσει χρόνος (Αχέλ. 94
β) εξαλείφω, εξαφανίζω· δίνω τέλος σε κ.:
Λειώνω τσι δόξες και τιμές (Ερωφ. Πρόλ. 17
τες άγρητές τως λειώσε (Φορτουν. Ιντ. β́ 23
(μεταφ.):
εκ την καρδιά σου λειώσε πάσα σου παραπόνεση (Ροδολ. Γ́ 226).
5)
α) Αφανίζω, καταστρέφω:
να λειώσω (ενν. ο Θεός) όλο το στεκούμενο ος έκαμα αποπάνου πρόσωπα της ηγής (Πεντ. Γέν. VII 4
(με σύστ. αντικ.):
λειωμό να λειώσω την αναφορά του Αμαλέκ (Πεντ. Έξ. XVII 14
(μεταφ.):
λειώνοντας και αφανίζοντας τα έργα του διαβόλου (Χριστ. διδασκ. 449
β) φρ. λειώνω το όνομα κάπ. = κάνω να λησμονηθεί, να πάψει να υπάρχει το όνομα κάπ.:
(Ερωφ. Έ 658), (Πεντ. Δευτ. IX 14).
6) Αποσυνθέτω:
την όψη λειώνω (ενν. ο Χάρος) και χαλώ (Ερωφ. Πρόλ. 88).
7)
α) Παραβαίνω:
το συνήθι λειώνω (Ερωφ. Γ́ 282
β) αθετώ, αναιρώ:
πόσα μας γράφει (ενν. ο Έρωτας) στην αρχή κι ύστερα μας τα λειώνει (Ερωτόκρ. Ά 1044).
Β́ Αμτβ.
1) Σβήνομαι, εξαλείφομαι:
τα περασμένα εδιάβησαν και τα γραμμένα ελειώσα (Θυσ. 1121
(μεταφ.):
η ντροπή, που μου ’καμε … δεν ημπορεί να λειώσει (Ερωφ. Δ́ 628· Ροδολ. Ά 58).
2) Χάνομαι, εξαφανίζομαι:
ήλιος να ’χε θαμπωθεί και λειώσει το φεγγάρι (Λίμπον. 317
τα βάσανα να λειώσουσι κι εισέ χαρές να ’ρθούσι (Πρόλ. άγν. κωμ. 26
φρ. λειώνει το όνομα κάπ. = εξαλείφεται, εξαφανίζεται, παύει να ακούγεται το όνομα κάπ.:
(Ερωφ. Πρόλ. 134), (Τζάνε, Φιλον. 58224).
3)
α) Αδυνατίζω, ισχναίνω:
λιγαίνω σαν κερί καίγοντας κι όλη λειώνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4604· Ερωτόκρ. Ά 1315
β) (μεταφ.) «μαραίνομαι»:
τα κάλλη της ελειώσαν κι εχλωμιάνα (Ερωτόκρ. Ά 1328).
4)
α) Αποσυντίθεμαι, λειώνω:
σαν λειώσει το κορμί … χωρίζουν και τα κόκαλα (Ευγέν. 747
β) φρ. λειώνει το βάρος κάπ. = φεύγουν, διαλύονται τα δυσάρεστα συναισθήματα κάπ.:
(Ερωτόκρ. Έ 1141).
II. Μέσ.
1) Χάνομαι:
ανέν και δεν λειωθούσι οι στίχοι … (Αχέλ. 652).
2) (Μεταφ.) σβήνομαι, εξαλείφομαι:
το γράμμα στην καρδιάν είναι διχώς μελάνι και δε μπορεί πλιο να λειωθεί (Ερωτόκρ. Γ́ 1128
Να μεταγένει ο άνθρωπος για να λειωθούν τα λάθη (Φαλιέρ., Θρ. 119
φρ. λειώνεται το όνομα κάπ. = εξαλείφεται, παύει να υπάρχει το όνομα, να γίνεται λόγος για κάπ.:
(Πεντ. Δευτ. XXV 6).
3) Φθείρομαι, μαραζώνω:
όλη φυρά και λειώνεται από την πεθυμιάν της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1076]).
4) Μαραίνομαι, αλλοιώνεται το χρώμα μου:
μπλάβο αν είναι (ενν. το λούλουδο), λειώνεται ζιμιό και κιτρινίζει (Ερωτόκρ. Δ́ 1894).
[<αρχ. λειόω (<επίθ. λείος). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (ά. γρ. λιώ‑)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback