Griechische Definition zu λαμπρός -ή -ό
λαμπρός, επίθ.· λαμπυρός· λαπρός· υπερθ. λαμπροτάτος.
1) α) (Προκ. για τον ήλιο, τα άστρα κ.τ.ό.) λαμπερός, ακτινοβόλος
: (Ερωφ. Γ́ 182)·
ακτίνες λαμπυρές (Χούμνου, Κοσμογ. 2472)·
β) πολύ φωτεινός, αστραφτερός
: (Πανώρ. Β́ 430)·
(μεταφ.)
: το κάλλος το λαμπρόν της κόρης (Φλώρ. 1059).
2) (Προκ. για ημέρα) ολόφωτος· χαρούμενος· πολυπόθητος· ξεχωριστός
: (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 9), (Κατζ. Δ́ 174), (Ερωτόκρ. Έ 1503)·
έκφρ. λαμπρά ημέρα, βλ. ημέρα 5γ.
3) (Με τα ουσ.
φλόγα και
φωτιά) φλογισμένος, δυνατός, λαμπαδιασμένος
: (Φλώρ. 445), (Ερωτόκρ. Δ́ 169).
4) (Μεταφ. προκ. για το μυστήριο του βαπτίσματος) που έχει ιερή μεγαλοπρέπεια· εξαγνιστικός
: (Διγ. Z 2685).
5) Πολυτελής, αστραφτερός, ωραίος
: κιβώτιον λαμπρότατον αργυροχρυσωμένον (Διγ. A 4238· Βέλθ. 329), (Διγ. Άνδρ. 36036)·
(μεταφ.)
: μυστήρια της πίστεως … καθαρά και λαμπρότερα υπέρ το χρυσάφι (Ιστ. πατρ. 9317).
6) (Προκ. για
σαγίτες, άρματα, κλπ.) γυαλιστερός, αστραφτερός, ωραίος
: (Αχέλ. 1532)·
λαμπυρά σπαθιά (Ερωτόκρ. Δ́ 1789· Φορτουν. Έ 370).
7) Εξαιρετικός· γενναίος· καλά εξοπλισμένος, εντυπωσιακός σε εμφάνιση
: Φουσσάτα … λαμπρά (Χρον. Μορ. H 6200)·
λαός λαμπρός (Χρον. Μορ. H 6932)·
καράβιν … λαμπρόν (Χρον. Μορ. H 1303).
8) (Προκ. για κτίσμα) ωραιοκτισμένος με πολύτιμα υλικά, περίτεχνος, ισχυρός
: οσπίτιον πολλά εύμορφον και λαμπρόν (Διγ. Άνδρ. 39823)·
το κάστρον το λαμπρόν (Καλλίμ. 911).
9) Θαυμαστός, λαμπροστολισμένος
: η εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου … ωραιοτάτη και λαμπρή (Ιστ. πατρ. 20317).
10) α) Ένδοξος, ξακουστός, περίφημος
: (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1276)·
θρηνώ σε, Πόλη μου λαμπρά (Ιστ. Βλαχ. 2399)·
β) (μεταφ.) φανερός· ένδοξος
: (Αχιλλ. O 140), (Γλυκά, Αναγ. 272)·
γ) (στο θετ. και υπερθ. βαθμό ως προσφών. και τιμητική προσηγορία)
: Ήλιε … λαμπρότατε (Διγ. Z 410· Κορων., Μπούας 82)·
(συνεκδ.)
: (Αξαγ., Κάρολ. Έ 909).
11) α) Γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος· φανερός
: λαμπράς ευεργεσίας (Προδρ. I 3· IV 647)·
β) πλούσιος, ευχάριστος
: Φαιδρόν, λαμπρόν το άριστον (Φλώρ. 350· Διγ. Άνδρ. 33630)·
γ) χαρμόσυνος, ευχάριστος
: χαράν και κάλεσμα λαμπρόν (Χρον. Μορ. H 6013· Αχιλλ. (Smith) N 713)·
(ευχετικά)
: πολλά τα έτη και λαμπρά (Λίβ. Esc. 4330).
12) α) (Προκ. για άνθρωπο) εξαιρετικός· που αστράφτει, ακτινοβολεί από ομορφιά
: γυναίκαν είχεν έμορφην, λαμπρότατον κορίτσιν (Πόλ. Τρωάδ. 982)·
β) (προκ. για άλογο) ωραίος, δυνατός
: (Διγ. A 2232)·
Ήτον λαμπρός ο μαύρος του (Διγ. Esc. 844 κριτ. υπ).
13) Λευκός, ωραίος
: Περιστερά εφάνηκεν λαμπρά (Αχέλ. 2328)·
το λαμπυρό σου χέρι (Φαλιέρ., Ιστ. 445).
14) (Προκ. για υγρό) καθαρός, διάφανος, λαμπερός
: ριγουλάκι λαμπυρόν (Ερωτόκρ. Έ 1074).
15) Έκφρ.
Λαμπρά ή
Λαμπρή Κυριακή = η Λαμπρή, το Πάσχα
: (Προδρ. III 273-69), (Χρον. Τόκκων 235).
Το θηλ.
Λαμπρά ή
Λαμπρή ως ουσ. = η Λαμπρή, το Πάσχα
: ήλθε η Λαμπρά, το Πάσχα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45521)·
της αγίας Λαμπράς (Νομοκ. 38716).
Το ουδ. ως ουσ. =
1) Ακτινοβολία, λαμπρότητα, ομορφιά
: (Καλλίμ. 868), (Αχιλλ. (Smith) N 779).
2) Τα επίγεια αγαθά
: τα λαμπρά του κόσμου (Σπαν. A 138).
3) Δόξα, τιμή
: (Βέλθ. 358).
4) α) Φωτιά
: εκάτσαν τον εις το λαμπρόν και εκάψαν τον (Βουστρ. M 1355)·
(σε μεταφ.)
: (Κυπρ. ερωτ. 642, 4)·
φρ.
(1) βάνω λαμπρόν, βλ. βάνω 21α·
(2)
ρίπτω λαμπρόν = βάζω φωτιά
: (Βουστρ. 6817)·
β) (μεταφ.): καημός, βάσανο
: στον θάνατον μ’ εφέραν τα λαμπρά μου (Κυπρ. ερωτ. 583)·
ήλπιζα να ’χω θησαυρόν κι εγώ έχω λαμπρόν μέγα (Κομν., Διδασκ. I 23)·
5) Βολή πυροβόλου, κανονιοβολισμός
: Αξαπολούσιν τα λαμπρά, ανακωχιά εγίνην (Θρ. Κύπρ. 767)·
6) Κεραυνός
: έπεσεν λαμπρό και εκάψεν το σπίτιν (Βουστρ. 2828‑9).
Έκφρ. λαμπρόν ελληνικόν = το υγρό πυρ
: (Μαχ. 36011).
[αρχ. επίθ. λαμπρός. Ο τ. λαμπυρός (με επίδρ. του λαμπυρίζω) στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr