κλινικός -ή -ό Adj.  [klinikos -i -o, klinikos -h -o]

  Adj.
(8)

GriechischDeutsch
Όταν επιλέγεται ολονύκτια νηστεία, ο κλινικός βιοχημικός προσδιορισμός τρέπει να εκτελείται μετά τη διεξαγωγή των λειτουργικών παρατηρήσεων.Wenn man sich für die nächtliche Futterkarenz entscheidet, sollten die klinisch-biochemischen Parameter nach Durchführung der funktionellen Beobachtungen der Studie bestimmt werden.

Übersetzung bestätigt

κλινικός βιοχημικός προσδιορισμός του αίματος πρέπει να διενεργείται στο τέλος της περιόδου δοκιμασίας.Am Ende des Versuchs sind ebenfalls klinisch-chemische Analysen des Blutes durchzuführen.

Übersetzung bestätigt

Όταν επιτευχθεί επαρκής κλινικός έλεγχος των ασθενών, η παρακολούθηση του ΚΝΣ και η οφθαλμολογική παρακολούθηση μπορούν να διεξάγονται κάθε έτος.Bei klinisch gut eingestellten Patienten kann die Untersuchung des ZNS und der Augen jährlich stattfinden.

Übersetzung bestätigt

Επί του παρόντος δεν φαίνεται να υπάρχει κλινικός συσχετισμός με την επίδραση της ραλτεγκραβίρης στις συγκεντρώσεις της δαρουναβίρης στο πλάσμα.Derzeit scheint der Effekt von Raltegravir auf die klinisch nicht relevant zu sein.

Übersetzung bestätigt

Εάν πρέπει να χορηγηθεί το Zerit κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αναγκαίος ο προσεκτικός κλινικός έλεγχος.Falls Zerit in einem solchen Fall verabreicht werden muss, sollte der Patient sorgfältig klinisch überwacht werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
medizinisch
klinisch
ärztlich

Grammatik

  • κλινικός (maskulin)
  • κλινική (feminin)
  • κλινικό (neutrum)


Griechische Definition zu κλινικός -ή -ό

κλινικός -ή -ό [kdivnikós] : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κλινική ιατρική, δηλαδή στην εφαρμογή της ιατρικής διδασκαλίας και πρακτικής σε ασθενείς: κλινικός -ή -ό γιατρός, που ασκεί την ιατρική ασχολούμενος άμεσα με τους ασθενείς, σε αντιδιαστολή προς τον εργαστηριακό γιατρό. Kλινική εξέταση. Kλινική διάγνωση, που στηρίζεται μόνο στην εξέταση του γιατρού, χωρίς εργαστηριακά δεδομένα. Kλινικά συμπτώματα. Kλινικό εύρημα, που γίνεται αντιληπτό, που διαπιστώνεται μόνο με ιατρική διάγνωση / εξέταση. || κλινικός -ή -ό θάνατος, απουσία των κλινικών χαρακηριστικών της ζωής, ειδικά της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας, ενώ οι λειτουργίες του μεταβολισμού δεν έχουν ακόμη διακοπεί. Kλινική Ψυχολογία, κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με τη θεραπεία και τη διάγνωση των ψυχικών και διανοητικών διαταραχών. || (μτφ., ειρ.) κλινική περίπτωση, παθολογική, που δεν επιδέχεται θεραπεία: Είναι κλινική περίπτωση ηλιθίου. κλινικά ΕΠIΡΡ: κλινικός -ή -ό νεκρός, στον οποίο έχει επέλθει ο κλινικός θάνατος.

[λόγ. < γαλλ. cdivnique (στις νέες σημ.) < ελνστ. κλινικός `γιατρός που επισκέπτεται τους ασθενείς στο κρεβάτι τους΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback